Ο Θουκυδίδης, ο Κλέωνας και η ρητορεία των δημαγωγών
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
25 Νοεμβρίου 2013 at 05:15
https://eranistis.net ΓΡΑΦΕΙ ο Θανάσης ΜπαντέςΌταν, μετά την κατάπνιξη της αποστασίας των Μυτιληναίων, η αθηναϊκή εκκλησία του δήμου αποφάσισε τη θανάτωση όλων των ανδρών και το πούλημα των γυναικόπαιδων στα σκλαβοπάζαρα, ήταν διάχυτη μέσα στην πόλη η μεταμέλεια των Αθηναίων, αφού η ποινή δεν αφορούσε μόνο τους ενόχους, αλλά τη συνολική καταστροφή του νησιού. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους Μυτιληναίους πρέσβεις, την επόμενη μέρα, να ζητήσουν και να πετύχουν την επανεξέταση του θέματος σε μια νέα λαϊκή συνέλευση. Οι Αθηναίοι, στην πλειονότητα τους, ήθελαν να δώσουν μια ευκαιρία επαναδιαπραγμάτευσης του ζητήματος, αφού αντιλαμβάνονταν ότι η ποινή αυτή δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε ως τιμωρία απέναντι στους αποστάτες, ούτε ως παραδειγματισμός απέναντι σ’ οποιονδήποτε σχεδίαζε κάτι ανάλογο. Η ολοκληρωτική εξόντωση των κατοίκων της Μυτιλήνης δεν ήταν παρά μια απόφαση οργής που λειτουργούσε καταφανώς εκδικητικά, ως εκτονωτικός μηχανισμός του ομαδικού θυμού, κι όχι νηφάλια, ως πολιτική απόφαση που χαράσσει τόσο τη διπλωματική πορεία της πόλης, όσο και την διασφάλιση της αποφυγής παρόμοιων αποστασιών στο μέλλον. Η ωμότητα της επιβολής της ισχύος συνεπάγεται περισσότερο την αλαζονεία παρά το σεβασμό ή τη συμπαράσταση των συμμάχων. Στη συνέλευση που έγινε το λόγο πήραν πολλοί: «Κι ο Κλέωνας του Κλεαινέτου, ο οποίος είχε πείσει και την προηγούμενη συνέλευση του λαού να αποφασίσει τη θανάτωση των Μυτιληνιών κι ήταν από κάθε άποψη ο πιο βίαιος από τους πολίτες, αλλά κι είχε τότε τη μεγαλύτερη επιρροή στο λαό, ξαναπέρασε στο βήμα….». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 36).
Ο Κλέωνας, που ήταν η φυσιογνωμία που κυριάρχησε στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή μετά τον Περικλή, άρχισε το λόγο του ως εξής: «Πολλές φορές και στο παρελθόν είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι η δημοκρατία είναι ανίκανη να ασκεί ηγεμονία, περισσότερο όμως το διαπίστωσα σήμερα με τη μεταμέλεια σας για το ζήτημα των Μυτιληνιών. Επειδή στην καθημερινή σας ζωή έχετε συνηθίσει να μη φοβάστε και να μην επιβουλεύεστε ο ένας τον άλλο, φέρνεστε το ίδιο και προς τους συμμάχους σας. Κι όταν είτε επειδή σας έπεισαν εκείνοι κάνετε κάποιο λάθος είτε από οίκτο δείχνεστε υποχωρητικοί μαζί τους, δεν καταλαβαίνετε ότι η αδυναμία σας αυτή είναι επικίνδυνη για σας χωρίς να σας εξασφαλίζει την ευγνωμοσύνη τους». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 37). Ο μηχανισμός του λαϊκισμού, ως μελετημένη διαδικασία που αποκτά επιστημονικές διαστάσεις, μπαίνει σε εφαρμογή από την αρχή με τη μορφή της κολακείας. Οι Αθηναίοι δεν επιβουλεύονται ο ένας τον άλλο, ούτε φοβούνται, κι αν ποτέ κάνουν λάθη είναι γιατί τους έπεισαν οι σύμμαχοι ή λόγω οίκτου. Η ηθική ακεραιότητα του Αθηναίου πολίτη κρίνεται αδιαπραγμάτευτη. Φυσικά όλα αυτά είναι υπεράνω αποδείξεων. Καμία κολακεία δεν χρειάζεται απόδειξη. Η κολακεία λειτουργεί πάντα στο πλαίσιο του αυτονόητου, αφού ο ακροατής εισπράττει αποδοχή και η αποδοχή δεν χρειάζεται τεκμηρίωση. Η αποδοχή ταυτίζεται με την ευχαρίστηση, την αισιοδοξία, την αυτοπεποίθηση κι όλα αυτά δεν είναι ανάγκη να τα ξεψαχνίζει κανείς. Φτάνει που υπάρχουν. Ο ρήτορας από απόμακρος ομιλητής στο βήμα μετατρέπεται σε φίλος, σε άνθρωπος της διπλανής πόρτας, σε δεδομένα αμερόληπτος αναλυτής, που ενδιαφέρεται για το καλό όλων. Το πολιτικό όραμα που επικαλείται (ή δεν επικαλείται) δεν έχει κανένα νόημα μπροστά στα συναισθήματα που εκπέμπει. Τελικά οι ακροατές δεν ψάχνουν όραμα, αλλά συναισθηματική καταφυγή. Κι εδώ βρίσκεται ο ορισμός της πολιτικής εμπιστοσύνης. Στη σιγουριά που εμπνέει ή δεν εμπνέει κανείς. Κι αυτό είναι θέμα καθαρά συναισθηματικό. Η κολακεία είναι το αντικλείδι της μαζικής ψυχολογίας. Η πιστοποίηση ότι ο ομιλητής ξέρει και φροντίζει για το καλό όλων.
Ο Κλέωνας συνεχίζει: «Το χειρότερο όμως απ’ όλα θα ήταν να μην υπάρχει καμιά σταθερότητα στις αποφάσεις μας και να μην καταλάβουμε ότι δυνατότερη είναι μια πόλη που έχει νόμους κακούς, αλλά απαραβίαστους, παρά εκείνη που έχει νόμους καλούς, αλλά χωρίς κύρος, και ότι αμάθεια συνδυασμένη με σύνεση είναι πιο ωφέλιμη από επιδεξιότητα συνδυασμένη με ασυδοσία κι ακόμη πως, γενικότερα, οι απλοί άνθρωποι κυβερνούν τις πόλεις καλύτερα από τους σπουδαίους. Γιατί οι τελευταίοι θέλουν να φαίνονται σοφότεροι από τους νόμους και να επιβάλλουν τη γνώμη τους σε κάθε συζήτηση που γίνεται στη σύναξη του λαού, σαν να μην ήταν δυνατό να δείξουν τη σοφία τους σε άλλα σπουδαιότερα ζητήματα, με αποτέλεσμα να οδηγούν συχνά τις πόλεις στην καταστροφή. Αντίθετα, οι πρώτοι, οι απλοί, μια και δεν έχουν εμπιστοσύνη στη νοημοσύνη τους, δέχονται ότι είναι λιγότερο σοφοί από τους νόμους και λιγότερο ικανοί στο να επικρίνουν το λόγο εκείνου που μίλησε σωστά, κι επειδή είναι μάλλον αμερόληπτοι κριτές παρά ανταγωνιστές, αποφασίζουν, τις περισσότερες φορές, σωστά». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 37). Παρακολουθούμε την αλλοίωση των γεγονότων που γίνεται με τρόπο ανεπαίσθητα μεθοδικό, καθώς όλα παρουσιάζονται ως τετελεσμένα, δηλαδή αναπόδραστα, χωρίς βέβαια και πάλι να τεκμηριώνεται τίποτε. Επικαλούμενος τους νόμους που πρέπει να είναι απαραβίαστοι (γεγονός όχι μόνο αναμφισβήτητο, αλλά και θεμιτό) προσπαθεί να πείσει ότι δεν πρέπει οι αποφάσεις των συνελεύσεων να παρεκκλίνουν από αυτούς, χωρίς ποτέ να εξηγεί ποιος νόμος παραβιάζεται αν ανακληθεί η εξοντωτική και παράλογη ποινή των Μυτιληναίων. Συμπεριφέρεται σαν να υπάρχει κάποιος νόμος που να ορίζει ότι όποιοι αποστατούν πρέπει να ξεκληρίζονται, ο οποίος τώρα καταπατάται. Στηριζόμενος πάνω στην προηγούμενη ατυχή απόφαση της συνέλευσης, την παρουσιάζει ως αμετάκλητη, αφού η ανάκλησή της ισοδυναμεί με ματαίωση του νόμου, σαν να μην συνεδριάζουν εκ νέου για να αποφασίσουν ξανά. Αν πράγματι υπήρχε νομοθεσία που να απαγόρευε την επανεξέταση ενός θέματος από τη συνέλευση του λαού, θα έπρεπε να καταγγείλει την ίδια τη συνέλευση κι όχι το ενδεχόμενο της αλλαγής απόφασης. Η μετατόπιση του θέματος από την τιμωρία των Μυτιληναίων στην ισχύ και το κύρος του νόμου, δεν είναι παρά η συνειδητή εξαπάτηση που οικειοποιείται με τρόπο αυθαίρετο αποδεκτές αλήθειες (όπως το κύρος του νόμου) προκειμένου να υποστηρίξει κάτι εντελώς άσχετο. Με τον τρόπο αυτό ο Κλέωνας επιχειρεί να ταυτιστεί με τη νομιμότητα. Όποιος τον αμφισβητεί, αμφισβητεί τον ίδιο το νόμο.
Ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα σπίλωσης των αντιπάλων, που θέλουν να κάνουν επίδειξη σοφίας και «να επιβάλλουν τη γνώμη τους». Όσοι διαφωνούν δεν είναι παρά επικίνδυνοι («οδηγούν συχνά τις πόλεις τους στην καταστροφή») και φυσικά ματαιόδοξοι, αφού το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να επιδειχθούν. Ο λαϊκισμός ενδιαφέρεται για ταμπέλες. Η ταμπέλα είναι η βαθύτερη σπίλωση του αντιπάλου, αφού λειτουργεί συνθηματολογικά, αποκτά δηλαδή βιωματικό χαρακτήρα (το σύνθημα ριζώνει τόσο βαθειά που γίνεται βίωμα) και φυσικά διαπλάθεται τελείως ανέξοδα, αφού δεν χρειάζεται ούτε αποδείξεις, ούτε ορθολογισμό, ούτε την ελάχιστη τεκμηρίωση. Η ειρωνική χρήση του όρου σοφία δεν είναι παρά η αμετροέπεια του δηλωμένου κομπασμού που βεβαίως υποτιμά τη λαϊκή νοημοσύνη. Αν ο αντίπαλος μπει στο παιχνίδι να αποδείξει ότι η ταμπέλα δεν ισχύει, το πολιτικό παιχνίδι χάνεται, αφού, και ο ίδιος οδηγείται σε μια μάταιη διαδικασία άμυνας, που για πολλούς μπορεί μεταφράζεται ως ενοχή, και η συζήτηση μετατοπίζεται από το κύριο θέμα σηματοδοτώντας τον πιο κατάφωρο αποπροσανατολισμό. Εξάλλου, όσο τεκμηριωμένα κι αν αρνηθεί κανείς τις ταμπέλες, είναι αδύνατο να τις νικήσει, αφού οι αερολόγες επιθέσεις δεν κοστίζουν τίποτε κι ως εκ τούτου δε σταματάν με τίποτε. Το μόνο που μένει είναι ο ντόρος της κουβέντας, δηλαδή η τελική επισφράγισή της ταμπέλας. Κι όλα αυτά συνδυασμένα με τον μηχανισμό της κολακείας που εξακολουθεί να λειτουργεί αποδεικνύοντας ότι αυτοί που δεν εμπιστεύονται τη νοημοσύνη τους, υπακούοντας το νόμο παίρνουν τις πιο σωστές αποφάσεις. Το μήνυμα είναι απλό. Ο λαός που δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του είναι σε τελική ανάλυση ο πιο σοφός, αφού υπακούει στο νόμο (δηλαδή τις συμβουλές του Κλέωνα) και αδιαφορεί για τους αλαζόνες σοφούς (δηλαδή τους αντιπάλους του Κλέωνα). Κι έτσι το θέμα γίνεται προσωπικό. Δεν μιλάμε για την πόλη και την απόφαση που πρέπει να πάρει. Μιλάμε για τον Κλέωνα και τους αντιπάλους του. Ο λαϊκισμός οφείλει να μετατρέπει την συλλογική υπόθεση σε ατομική, αφού συνίσταται για να εξυπηρετεί προσωπικούς κι όχι συλλογικούς στόχους. Οφείλει δηλαδή να εξυπηρετήσει την ανάδειξη της πολιτικής προσωπικότητας μετατρέποντας όλα τα άλλα σε δευτερεύουσες υποθέσεις. Κι αυτή είναι η επιθυμία του Κλέωνα. Η επικράτηση στην πολιτική ζωή, δηλαδή η εντύπωση του ανίκητου της ρητορείας του. Στην προηγούμενη συνέλευση, για λαϊκιστικούς λόγους επίσης, ταυτίστηκε με την άποψη των πολλών που διψούσαν για εκδίκηση. Τώρα πρέπει να πείσει ότι είχε δίκιο. Πρέπει να πείσει ότι η πολιτική δεοντολογία είναι με το μέρος του. Γι’ αυτό επικαλείται τον ορισμό της. Για να μετατραπεί σε εκπρόσωπός της, όπως και προηγούμενα με το νόμο. Ο καθείς ταυτίζεται με ό,τι επικαλείται: «Έτσι έχουμε χρέος να κάνουμε κι εμείς οι πολιτικοί άντρες, κι όχι, συνεπαρμένοι από την επιθυμία να δείξουμε ρητορική δεινότητα κι εξυπνάδα, να δίνουμε σε σας, το λαό, συμβουλές αντίθετες με τις πεποιθήσεις μας». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 37).
Κι αφού ολοκληρώσει την κολακεία του κοινού και του εαυτού του, σαν σε θεαματική ακροβασία συνεχίζει: «Είστε μοναδικοί στο να εξαπατιέστε από επιχειρήματα ασυνήθιστα κι εντυπωσιακά και στο να μη θέλετε να ακολουθήσετε επιχειρήματα δοκιμασμένα, όντας δούλοι των κάθε φορά παράδοξων και καταφρονητές των συνηθισμένων. Καθένας σας, πάνω απ’ όλα, θέλει να είναι ο ίδιος ικανός να ρητορεύει, αλλιώς γίνεστε ανταγωνιστές εκείνων που έχουν αυτή την ικανότητα, για να μη φανεί ότι υστερείτε στο να τους παρακολουθήσετε, αλλά ότι είστε σε θέση να επιδοκιμάσετε κάθε έξυπνο επιχείρημα πριν ακόμα ο ρήτορας το ξεστομίσει. Δείχνεστε τόσο γοργοί στο να μαντέψετε αυτά που θα ειπωθούν, όσο οκνοί στο να προβλέψετε τις πραγματικές συνέπειές τους». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 38). Ο λαϊκισμός πάνω απ’ όλα θέλει να πείσει ότι δεν διατίθεται να χαριστεί σε κανένα και για τίποτα. Η πεποίθηση ότι ο ρήτορας δεν υποχωρεί πουθενά αποτελεί και την απόδειξη της αμεροληψίας, δηλαδή της φερεγγυότητάς του. Έτσι ο Κλέωνας δε διστάζει να επιρρίψει ευθύνες στο ίδιο το ακροατήριο, που παρασύρεται από τους πομπώδεις λόγους παρουσιάζοντας την επιθυμία της επίπλαστης κι επιπόλαιης συμμετοχής. Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ακεραιότητά του. Γιατί «δε χαϊδεύει αυτιά». Γιατί «τα λέει έξω απ’ τα δόντια». Φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι η κολακεία του κοινού έχει προηγηθεί, αφού πρέπει να παρθούν όλα τα προστατευτικά μέτρα. Η επίρριψη των ευθυνών δεν είναι παρά η πιστοποίηση της ανιδιοτέλειας που επισφραγίζει τις δεδομένα καλές προθέσεις του ρήτορα, καθώς αναγκάζεται να πει «πικρές αλήθειες». Παρακολουθούμε τη ρητορεία που συναντά το θεατρινισμό διαμορφώνοντας τον πολύπλοκο ρόλο της χειραγώγησης. Η υπερβολική κολακεία απαξιώνει το ρήτορα, αφού γίνεται φανερή, και σε τέτοιες περιπτώσεις το πλήθος είναι αμείλικτο. Ο ρήτορας οφείλει να κολακέψει χωρίς όμως να ξεπεράσει τα όρια. Από την άλλη οι ευθύνες θα φέρουν αντιπαλότητα, αν το έδαφος δεν προλειανθεί κατάλληλα, κι αυτές τις ισορροπίες ο Κλέωνας φαίνεται να τις παίζει στα δάχτυλα. Η ολοκλήρωση της σκέψης του είναι ακριβώς αυτή που πρέπει: «Κοντολογίς, παρασυρμένοι από την ευχαρίστηση που δίνουν οι ωραίοι λόγοι, μοιάζετε περισσότερο με ανθρώπους που παρακολουθούν μια επίδειξη σοφιστών παρά με πολίτες που συζητούν τα συμφέροντα της πόλης». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 38). Οι ευθύνες του λαού κατονομάζονται ευθαρσώς, αλλά σαφώς μετριάζονται από τις επιδείξεις των σοφιστών, που δεν είναι άλλοι από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Όσο για το κυρίως θέμα, τους λόγους δηλαδή που πρέπει να εξοντώσουν τους Μυτιληναίους, ο Κλέωνας δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξάρει το συναίσθημα του κοινού υποδαυλίζοντας την εκδικητική του διάθεση: «Δε στάθηκαν γι’ αυτούς παράδειγμα οι συμφορές των άλλων, αυτών που αποστάτησαν ως τώρα από μας κι υποτάχτηκαν, ούτε η ευημερία που είχαν τους έκαμε διστακτικούς να ριχτούν σ’ επικίντυνες περιπέτειες. Με παράλογο θάρρος για το μέλλον και με ελπίδες που πήγαιναν μακρύτερα από τη δύναμή τους, αλλά ήταν μικρότερες από τις φιλοδοξίες τους, άρχισαν τον πόλεμο, βάζοντας τη δύναμη πάνω από το δίκαιο. Γιατί μόλις νόμισαν ότι θα μπορούσαν να μας νικήσουν, μας επιτέθηκαν χωρίς να τους έχουμε αδικήσει» και συνεχίζει: «Ας τιμωρηθούν, λοιπόν, τώρα αντάξια με το έγκλημά τους κι ας μην καταλογιστεί ευθύνη μόνο στους ολιγαρχικούς και μείνουν ατιμώρητοι οι δημοκρατικοί. Γιατί όλοι το ίδιο μας επιτέθηκαν, ενώ μπορούσαν, οι δημοκρατικοί, να έρθουν με το μέρος μας και να ‘χουν τώρα ξανά την πόλη τους». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 39). Η απογοήτευση του Κλέωνα για την προδοσία των δημοκρατικών στη Μυτιλήνη, που τελικά, μπροστά στη λαϊκή οργή υπέκυψαν στα ολιγαρχικά παιχνίδια, είναι ολοφάνερη. Κι αυτή την απογοήτευση προσπαθεί να μεταφέρει στο κοινό. Η επίκληση του συναισθήματος σε στιγμές σοβαρών πολιτικών αποφάσεων δεν είναι παρά η αποθέωση της δημαγωγίας, που σε κάθε περίπτωση οφείλει να αποφύγει οποιαδήποτε λογική επιχειρηματολογία. Το συναίσθημα, ως πηγή βεβιασμένων συμπεριφορών είναι το πιο ευάλωτο σημείο του πλήθους. Και το πιο βασικό, δυναμιτίζεται εύκολα (ιδίως όταν πρόκειται για τόσο κοντινά και τόσο αιματηρά γεγονότα). Η δημαγωγία δεν απευθύνεται στη λογική. Η δημαγωγία ξεγυμνώνεται από τη λογική. Η δημαγωγία προϋποθέτει το συναισθηματικό πλάσιμο. Κι αυτή ακριβώς είναι η δύναμή της. Γιατί το συναίσθημα, αν διαμορφωθεί σωστά, είναι ακατανίκητο. Το μοναδικό θέμα είναι ο χειρισμός του. Όταν η διαδικασία ολοκληρωθεί, τότε μπορούν να ευσταθούν όλα τα συμπεράσματα: «Συγκεφαλαιώνοντας σας λέω ένα πράγμα: Αν ακούσετε τα λόγια μου, θα κάμετε το σωστό για τους Μυτιληνιούς και, ταυτόχρονα, αυτό που σας συμφέρει, ενώ αν αποφασίσετε διαφορετικά και την ευγνωμοσύνη τους δε θα κερδίσετε και τον ίδιο τον εαυτό σας μάλλον θα καταδικάσετε». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 40).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΣ εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ Ά έκδοση 1985
Όταν, μετά την κατάπνιξη της αποστασίας των Μυτιληναίων, η αθηναϊκή εκκλησία του δήμου αποφάσισε τη θανάτωση όλων των ανδρών και το πούλημα των γυναικόπαιδων στα σκλαβοπάζαρα, ήταν διάχυτη μέσα στην πόλη η μεταμέλεια των Αθηναίων, αφού η ποινή δεν αφορούσε μόνο τους ενόχους, αλλά τη συνολική καταστροφή του νησιού. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους Μυτιληναίους πρέσβεις, την επόμενη μέρα, να ζητήσουν και να πετύχουν την επανεξέταση του θέματος σε μια νέα λαϊκή συνέλευση. Οι Αθηναίοι, στην πλειονότητα τους, ήθελαν να δώσουν μια ευκαιρία επαναδιαπραγμάτευσης του ζητήματος, αφού αντιλαμβάνονταν ότι η ποινή αυτή δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε ως τιμωρία απέναντι στους αποστάτες, ούτε ως παραδειγματισμός απέναντι σ’ οποιονδήποτε σχεδίαζε κάτι ανάλογο. Η ολοκληρωτική εξόντωση των κατοίκων της Μυτιλήνης δεν ήταν παρά μια απόφαση οργής που λειτουργούσε καταφανώς εκδικητικά, ως εκτονωτικός μηχανισμός του ομαδικού θυμού, κι όχι νηφάλια, ως πολιτική απόφαση που χαράσσει τόσο τη διπλωματική πορεία της πόλης, όσο και την διασφάλιση της αποφυγής παρόμοιων αποστασιών στο μέλλον. Η ωμότητα της επιβολής της ισχύος συνεπάγεται περισσότερο την αλαζονεία παρά το σεβασμό ή τη συμπαράσταση των συμμάχων. Στη συνέλευση που έγινε το λόγο πήραν πολλοί: «Κι ο Κλέωνας του Κλεαινέτου, ο οποίος είχε πείσει και την προηγούμενη συνέλευση του λαού να αποφασίσει τη θανάτωση των Μυτιληνιών κι ήταν από κάθε άποψη ο πιο βίαιος από τους πολίτες, αλλά κι είχε τότε τη μεγαλύτερη επιρροή στο λαό, ξαναπέρασε στο βήμα….». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 36).
Ο Κλέωνας, που ήταν η φυσιογνωμία που κυριάρχησε στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή μετά τον Περικλή, άρχισε το λόγο του ως εξής: «Πολλές φορές και στο παρελθόν είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι η δημοκρατία είναι ανίκανη να ασκεί ηγεμονία, περισσότερο όμως το διαπίστωσα σήμερα με τη μεταμέλεια σας για το ζήτημα των Μυτιληνιών. Επειδή στην καθημερινή σας ζωή έχετε συνηθίσει να μη φοβάστε και να μην επιβουλεύεστε ο ένας τον άλλο, φέρνεστε το ίδιο και προς τους συμμάχους σας. Κι όταν είτε επειδή σας έπεισαν εκείνοι κάνετε κάποιο λάθος είτε από οίκτο δείχνεστε υποχωρητικοί μαζί τους, δεν καταλαβαίνετε ότι η αδυναμία σας αυτή είναι επικίνδυνη για σας χωρίς να σας εξασφαλίζει την ευγνωμοσύνη τους». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 37). Ο μηχανισμός του λαϊκισμού, ως μελετημένη διαδικασία που αποκτά επιστημονικές διαστάσεις, μπαίνει σε εφαρμογή από την αρχή με τη μορφή της κολακείας. Οι Αθηναίοι δεν επιβουλεύονται ο ένας τον άλλο, ούτε φοβούνται, κι αν ποτέ κάνουν λάθη είναι γιατί τους έπεισαν οι σύμμαχοι ή λόγω οίκτου. Η ηθική ακεραιότητα του Αθηναίου πολίτη κρίνεται αδιαπραγμάτευτη. Φυσικά όλα αυτά είναι υπεράνω αποδείξεων. Καμία κολακεία δεν χρειάζεται απόδειξη. Η κολακεία λειτουργεί πάντα στο πλαίσιο του αυτονόητου, αφού ο ακροατής εισπράττει αποδοχή και η αποδοχή δεν χρειάζεται τεκμηρίωση. Η αποδοχή ταυτίζεται με την ευχαρίστηση, την αισιοδοξία, την αυτοπεποίθηση κι όλα αυτά δεν είναι ανάγκη να τα ξεψαχνίζει κανείς. Φτάνει που υπάρχουν. Ο ρήτορας από απόμακρος ομιλητής στο βήμα μετατρέπεται σε φίλος, σε άνθρωπος της διπλανής πόρτας, σε δεδομένα αμερόληπτος αναλυτής, που ενδιαφέρεται για το καλό όλων. Το πολιτικό όραμα που επικαλείται (ή δεν επικαλείται) δεν έχει κανένα νόημα μπροστά στα συναισθήματα που εκπέμπει. Τελικά οι ακροατές δεν ψάχνουν όραμα, αλλά συναισθηματική καταφυγή. Κι εδώ βρίσκεται ο ορισμός της πολιτικής εμπιστοσύνης. Στη σιγουριά που εμπνέει ή δεν εμπνέει κανείς. Κι αυτό είναι θέμα καθαρά συναισθηματικό. Η κολακεία είναι το αντικλείδι της μαζικής ψυχολογίας. Η πιστοποίηση ότι ο ομιλητής ξέρει και φροντίζει για το καλό όλων.
Ο Κλέωνας συνεχίζει: «Το χειρότερο όμως απ’ όλα θα ήταν να μην υπάρχει καμιά σταθερότητα στις αποφάσεις μας και να μην καταλάβουμε ότι δυνατότερη είναι μια πόλη που έχει νόμους κακούς, αλλά απαραβίαστους, παρά εκείνη που έχει νόμους καλούς, αλλά χωρίς κύρος, και ότι αμάθεια συνδυασμένη με σύνεση είναι πιο ωφέλιμη από επιδεξιότητα συνδυασμένη με ασυδοσία κι ακόμη πως, γενικότερα, οι απλοί άνθρωποι κυβερνούν τις πόλεις καλύτερα από τους σπουδαίους. Γιατί οι τελευταίοι θέλουν να φαίνονται σοφότεροι από τους νόμους και να επιβάλλουν τη γνώμη τους σε κάθε συζήτηση που γίνεται στη σύναξη του λαού, σαν να μην ήταν δυνατό να δείξουν τη σοφία τους σε άλλα σπουδαιότερα ζητήματα, με αποτέλεσμα να οδηγούν συχνά τις πόλεις στην καταστροφή. Αντίθετα, οι πρώτοι, οι απλοί, μια και δεν έχουν εμπιστοσύνη στη νοημοσύνη τους, δέχονται ότι είναι λιγότερο σοφοί από τους νόμους και λιγότερο ικανοί στο να επικρίνουν το λόγο εκείνου που μίλησε σωστά, κι επειδή είναι μάλλον αμερόληπτοι κριτές παρά ανταγωνιστές, αποφασίζουν, τις περισσότερες φορές, σωστά». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 37). Παρακολουθούμε την αλλοίωση των γεγονότων που γίνεται με τρόπο ανεπαίσθητα μεθοδικό, καθώς όλα παρουσιάζονται ως τετελεσμένα, δηλαδή αναπόδραστα, χωρίς βέβαια και πάλι να τεκμηριώνεται τίποτε. Επικαλούμενος τους νόμους που πρέπει να είναι απαραβίαστοι (γεγονός όχι μόνο αναμφισβήτητο, αλλά και θεμιτό) προσπαθεί να πείσει ότι δεν πρέπει οι αποφάσεις των συνελεύσεων να παρεκκλίνουν από αυτούς, χωρίς ποτέ να εξηγεί ποιος νόμος παραβιάζεται αν ανακληθεί η εξοντωτική και παράλογη ποινή των Μυτιληναίων. Συμπεριφέρεται σαν να υπάρχει κάποιος νόμος που να ορίζει ότι όποιοι αποστατούν πρέπει να ξεκληρίζονται, ο οποίος τώρα καταπατάται. Στηριζόμενος πάνω στην προηγούμενη ατυχή απόφαση της συνέλευσης, την παρουσιάζει ως αμετάκλητη, αφού η ανάκλησή της ισοδυναμεί με ματαίωση του νόμου, σαν να μην συνεδριάζουν εκ νέου για να αποφασίσουν ξανά. Αν πράγματι υπήρχε νομοθεσία που να απαγόρευε την επανεξέταση ενός θέματος από τη συνέλευση του λαού, θα έπρεπε να καταγγείλει την ίδια τη συνέλευση κι όχι το ενδεχόμενο της αλλαγής απόφασης. Η μετατόπιση του θέματος από την τιμωρία των Μυτιληναίων στην ισχύ και το κύρος του νόμου, δεν είναι παρά η συνειδητή εξαπάτηση που οικειοποιείται με τρόπο αυθαίρετο αποδεκτές αλήθειες (όπως το κύρος του νόμου) προκειμένου να υποστηρίξει κάτι εντελώς άσχετο. Με τον τρόπο αυτό ο Κλέωνας επιχειρεί να ταυτιστεί με τη νομιμότητα. Όποιος τον αμφισβητεί, αμφισβητεί τον ίδιο το νόμο.
Ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα σπίλωσης των αντιπάλων, που θέλουν να κάνουν επίδειξη σοφίας και «να επιβάλλουν τη γνώμη τους». Όσοι διαφωνούν δεν είναι παρά επικίνδυνοι («οδηγούν συχνά τις πόλεις τους στην καταστροφή») και φυσικά ματαιόδοξοι, αφού το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να επιδειχθούν. Ο λαϊκισμός ενδιαφέρεται για ταμπέλες. Η ταμπέλα είναι η βαθύτερη σπίλωση του αντιπάλου, αφού λειτουργεί συνθηματολογικά, αποκτά δηλαδή βιωματικό χαρακτήρα (το σύνθημα ριζώνει τόσο βαθειά που γίνεται βίωμα) και φυσικά διαπλάθεται τελείως ανέξοδα, αφού δεν χρειάζεται ούτε αποδείξεις, ούτε ορθολογισμό, ούτε την ελάχιστη τεκμηρίωση. Η ειρωνική χρήση του όρου σοφία δεν είναι παρά η αμετροέπεια του δηλωμένου κομπασμού που βεβαίως υποτιμά τη λαϊκή νοημοσύνη. Αν ο αντίπαλος μπει στο παιχνίδι να αποδείξει ότι η ταμπέλα δεν ισχύει, το πολιτικό παιχνίδι χάνεται, αφού, και ο ίδιος οδηγείται σε μια μάταιη διαδικασία άμυνας, που για πολλούς μπορεί μεταφράζεται ως ενοχή, και η συζήτηση μετατοπίζεται από το κύριο θέμα σηματοδοτώντας τον πιο κατάφωρο αποπροσανατολισμό. Εξάλλου, όσο τεκμηριωμένα κι αν αρνηθεί κανείς τις ταμπέλες, είναι αδύνατο να τις νικήσει, αφού οι αερολόγες επιθέσεις δεν κοστίζουν τίποτε κι ως εκ τούτου δε σταματάν με τίποτε. Το μόνο που μένει είναι ο ντόρος της κουβέντας, δηλαδή η τελική επισφράγισή της ταμπέλας. Κι όλα αυτά συνδυασμένα με τον μηχανισμό της κολακείας που εξακολουθεί να λειτουργεί αποδεικνύοντας ότι αυτοί που δεν εμπιστεύονται τη νοημοσύνη τους, υπακούοντας το νόμο παίρνουν τις πιο σωστές αποφάσεις. Το μήνυμα είναι απλό. Ο λαός που δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του είναι σε τελική ανάλυση ο πιο σοφός, αφού υπακούει στο νόμο (δηλαδή τις συμβουλές του Κλέωνα) και αδιαφορεί για τους αλαζόνες σοφούς (δηλαδή τους αντιπάλους του Κλέωνα). Κι έτσι το θέμα γίνεται προσωπικό. Δεν μιλάμε για την πόλη και την απόφαση που πρέπει να πάρει. Μιλάμε για τον Κλέωνα και τους αντιπάλους του. Ο λαϊκισμός οφείλει να μετατρέπει την συλλογική υπόθεση σε ατομική, αφού συνίσταται για να εξυπηρετεί προσωπικούς κι όχι συλλογικούς στόχους. Οφείλει δηλαδή να εξυπηρετήσει την ανάδειξη της πολιτικής προσωπικότητας μετατρέποντας όλα τα άλλα σε δευτερεύουσες υποθέσεις. Κι αυτή είναι η επιθυμία του Κλέωνα. Η επικράτηση στην πολιτική ζωή, δηλαδή η εντύπωση του ανίκητου της ρητορείας του. Στην προηγούμενη συνέλευση, για λαϊκιστικούς λόγους επίσης, ταυτίστηκε με την άποψη των πολλών που διψούσαν για εκδίκηση. Τώρα πρέπει να πείσει ότι είχε δίκιο. Πρέπει να πείσει ότι η πολιτική δεοντολογία είναι με το μέρος του. Γι’ αυτό επικαλείται τον ορισμό της. Για να μετατραπεί σε εκπρόσωπός της, όπως και προηγούμενα με το νόμο. Ο καθείς ταυτίζεται με ό,τι επικαλείται: «Έτσι έχουμε χρέος να κάνουμε κι εμείς οι πολιτικοί άντρες, κι όχι, συνεπαρμένοι από την επιθυμία να δείξουμε ρητορική δεινότητα κι εξυπνάδα, να δίνουμε σε σας, το λαό, συμβουλές αντίθετες με τις πεποιθήσεις μας». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 37).
Κι αφού ολοκληρώσει την κολακεία του κοινού και του εαυτού του, σαν σε θεαματική ακροβασία συνεχίζει: «Είστε μοναδικοί στο να εξαπατιέστε από επιχειρήματα ασυνήθιστα κι εντυπωσιακά και στο να μη θέλετε να ακολουθήσετε επιχειρήματα δοκιμασμένα, όντας δούλοι των κάθε φορά παράδοξων και καταφρονητές των συνηθισμένων. Καθένας σας, πάνω απ’ όλα, θέλει να είναι ο ίδιος ικανός να ρητορεύει, αλλιώς γίνεστε ανταγωνιστές εκείνων που έχουν αυτή την ικανότητα, για να μη φανεί ότι υστερείτε στο να τους παρακολουθήσετε, αλλά ότι είστε σε θέση να επιδοκιμάσετε κάθε έξυπνο επιχείρημα πριν ακόμα ο ρήτορας το ξεστομίσει. Δείχνεστε τόσο γοργοί στο να μαντέψετε αυτά που θα ειπωθούν, όσο οκνοί στο να προβλέψετε τις πραγματικές συνέπειές τους». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 38). Ο λαϊκισμός πάνω απ’ όλα θέλει να πείσει ότι δεν διατίθεται να χαριστεί σε κανένα και για τίποτα. Η πεποίθηση ότι ο ρήτορας δεν υποχωρεί πουθενά αποτελεί και την απόδειξη της αμεροληψίας, δηλαδή της φερεγγυότητάς του. Έτσι ο Κλέωνας δε διστάζει να επιρρίψει ευθύνες στο ίδιο το ακροατήριο, που παρασύρεται από τους πομπώδεις λόγους παρουσιάζοντας την επιθυμία της επίπλαστης κι επιπόλαιης συμμετοχής. Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ακεραιότητά του. Γιατί «δε χαϊδεύει αυτιά». Γιατί «τα λέει έξω απ’ τα δόντια». Φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι η κολακεία του κοινού έχει προηγηθεί, αφού πρέπει να παρθούν όλα τα προστατευτικά μέτρα. Η επίρριψη των ευθυνών δεν είναι παρά η πιστοποίηση της ανιδιοτέλειας που επισφραγίζει τις δεδομένα καλές προθέσεις του ρήτορα, καθώς αναγκάζεται να πει «πικρές αλήθειες». Παρακολουθούμε τη ρητορεία που συναντά το θεατρινισμό διαμορφώνοντας τον πολύπλοκο ρόλο της χειραγώγησης. Η υπερβολική κολακεία απαξιώνει το ρήτορα, αφού γίνεται φανερή, και σε τέτοιες περιπτώσεις το πλήθος είναι αμείλικτο. Ο ρήτορας οφείλει να κολακέψει χωρίς όμως να ξεπεράσει τα όρια. Από την άλλη οι ευθύνες θα φέρουν αντιπαλότητα, αν το έδαφος δεν προλειανθεί κατάλληλα, κι αυτές τις ισορροπίες ο Κλέωνας φαίνεται να τις παίζει στα δάχτυλα. Η ολοκλήρωση της σκέψης του είναι ακριβώς αυτή που πρέπει: «Κοντολογίς, παρασυρμένοι από την ευχαρίστηση που δίνουν οι ωραίοι λόγοι, μοιάζετε περισσότερο με ανθρώπους που παρακολουθούν μια επίδειξη σοφιστών παρά με πολίτες που συζητούν τα συμφέροντα της πόλης». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 38). Οι ευθύνες του λαού κατονομάζονται ευθαρσώς, αλλά σαφώς μετριάζονται από τις επιδείξεις των σοφιστών, που δεν είναι άλλοι από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Όσο για το κυρίως θέμα, τους λόγους δηλαδή που πρέπει να εξοντώσουν τους Μυτιληναίους, ο Κλέωνας δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξάρει το συναίσθημα του κοινού υποδαυλίζοντας την εκδικητική του διάθεση: «Δε στάθηκαν γι’ αυτούς παράδειγμα οι συμφορές των άλλων, αυτών που αποστάτησαν ως τώρα από μας κι υποτάχτηκαν, ούτε η ευημερία που είχαν τους έκαμε διστακτικούς να ριχτούν σ’ επικίντυνες περιπέτειες. Με παράλογο θάρρος για το μέλλον και με ελπίδες που πήγαιναν μακρύτερα από τη δύναμή τους, αλλά ήταν μικρότερες από τις φιλοδοξίες τους, άρχισαν τον πόλεμο, βάζοντας τη δύναμη πάνω από το δίκαιο. Γιατί μόλις νόμισαν ότι θα μπορούσαν να μας νικήσουν, μας επιτέθηκαν χωρίς να τους έχουμε αδικήσει» και συνεχίζει: «Ας τιμωρηθούν, λοιπόν, τώρα αντάξια με το έγκλημά τους κι ας μην καταλογιστεί ευθύνη μόνο στους ολιγαρχικούς και μείνουν ατιμώρητοι οι δημοκρατικοί. Γιατί όλοι το ίδιο μας επιτέθηκαν, ενώ μπορούσαν, οι δημοκρατικοί, να έρθουν με το μέρος μας και να ‘χουν τώρα ξανά την πόλη τους». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 39). Η απογοήτευση του Κλέωνα για την προδοσία των δημοκρατικών στη Μυτιλήνη, που τελικά, μπροστά στη λαϊκή οργή υπέκυψαν στα ολιγαρχικά παιχνίδια, είναι ολοφάνερη. Κι αυτή την απογοήτευση προσπαθεί να μεταφέρει στο κοινό. Η επίκληση του συναισθήματος σε στιγμές σοβαρών πολιτικών αποφάσεων δεν είναι παρά η αποθέωση της δημαγωγίας, που σε κάθε περίπτωση οφείλει να αποφύγει οποιαδήποτε λογική επιχειρηματολογία. Το συναίσθημα, ως πηγή βεβιασμένων συμπεριφορών είναι το πιο ευάλωτο σημείο του πλήθους. Και το πιο βασικό, δυναμιτίζεται εύκολα (ιδίως όταν πρόκειται για τόσο κοντινά και τόσο αιματηρά γεγονότα). Η δημαγωγία δεν απευθύνεται στη λογική. Η δημαγωγία ξεγυμνώνεται από τη λογική. Η δημαγωγία προϋποθέτει το συναισθηματικό πλάσιμο. Κι αυτή ακριβώς είναι η δύναμή της. Γιατί το συναίσθημα, αν διαμορφωθεί σωστά, είναι ακατανίκητο. Το μοναδικό θέμα είναι ο χειρισμός του. Όταν η διαδικασία ολοκληρωθεί, τότε μπορούν να ευσταθούν όλα τα συμπεράσματα: «Συγκεφαλαιώνοντας σας λέω ένα πράγμα: Αν ακούσετε τα λόγια μου, θα κάμετε το σωστό για τους Μυτιληνιούς και, ταυτόχρονα, αυτό που σας συμφέρει, ενώ αν αποφασίσετε διαφορετικά και την ευγνωμοσύνη τους δε θα κερδίσετε και τον ίδιο τον εαυτό σας μάλλον θα καταδικάσετε». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 40).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΣ εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ Ά έκδοση 1985
Σχόλια