Η οικολογία και ο Γκάντι



του Αντόνιο Στάνγκο

Κάθε αναφορά στον  Γκάντι οφείλει να γίνεται στο πλαίσιο μιας προϋπόθεσης: ότι είπε η έγραψε, σε διάφορες περιστάσεις και σε διαφορετικές συγκυρίες, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται σαν καθολικά «έγκυρο» και «έγκυρο» για «πάντα». Όποιος δεν το κάνει προδίδει την ίδια του την προσέγγιση στην ύπαρξη όπως διαφαίνεται από τον υπότιτλο που διάλεξε για την αυτοβιογραφία του στην αγγλική: «Η ιστορία των πειραματισμών μου με την αλήθεια». «Πειραματισμοί» λοιπόν και όχι καθολικές αλήθειες μαζί με μια πρόδηλη πρόσκληση αμφισβήτησης κάθε βεβαιότητας. Ως εκ τούτου, αυτό που επιτρέπει την ανάδειξη της «μεθοδολογίας» του, σε όλα τα επίπεδα και όλα τα πεδία, είναι ο σφικτός συγκερασμός της γραπτής του μαρτυρίας και του χειροπιαστού του παραδείγματος. Εξάλλου, μεταξύ των δυτικών στοχαστών που τον επηρέασαν περισσότερο συγκαταλέγεται ο Τζιουζέπε Ματσίνι του «Καθήκοντα του Ανθρώπου» και της ενότητας μεταξύ διαλογισμού και πράξης.

Η αλήθεια έχει για τον Γκάντι τουλάχιστον τρεις αξίες: μπορεί να υποδείξει το «θείο», μπορεί να υποδείξει την οδό της μη βίας - «η αλήθεια και η μη βία αποτελούν τις δύο όψεις του αυτού νομίσματος» έγραφε από την φυλακή το 1930 - αλλά, κύρια, συνιστά έρευνα. Όχι μόνο έρευνα στον εσωτερικό κόσμο του καθένα μας, όχι μόνο έρευνα σε εκείνο των τεχνικών της κοινωνικής συγκρότησης και της πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά και έρευνα στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ ανθρώπινης ύπαρξης και των κόσμων των λοιπών έμβιων. Η συσχέτιση με το περιβάλλον αποδεικνύεται τεράστιων διαστάσεων, καθόσον αποτελεί συσχέτιση με το όλον και υποβάλλει ταυτόχρονα καίρια ερωτήματα αναφορικά με τα όρια της ανάπτυξης, την αιτιολογία των επιπτώσεων μας σε αυτό και την γενεαλογική αλληλουχία. Το παράδειγμα της μη βίας - «σατιαγκράχα» - αποτελεί το ισχυρότερο παράδειγμα. Η επιλογή της δύναμης της αλήθειας αναδεικνύεται από τον Γκάντι σε δείγμα κατάκτησης ενός υψηλού βαθμού αυτογνωσίας, εσωτερικοποίησης και προετοιμασίας. Δεχόμενος ότι η προβληματική της αλληλεπίδρασης με τον πλανήτη μπορεί να αντιμετωπιστεί το βέλτιστο δυνατό με την μέθοδο της μη βίας, η υιοθέτηση της θα πρέπει να αναδειχτεί σαν μοναδικό εργαλείο διαπίστωσης των σοβαρών συνθηκών κρίσης και της επιτακτικής ανάγκης ανεύρεσης τρόπων επανόδου στην κατάσταση ισορροπίας.

Ο νεαρός Γκάντι παγιώνει την πεποίθηση της μοναδικότητας της μη βίας μετά από εμβάθυνση της ευρωπαϊκής και της βορειοαμερικανικής φιλοσοφίας καθώς και της βρετανικής νομολογίας στα χρόνια της διαμονής του στο Λονδίνο. Παρά ταύτα, ίσως δεν θα κατόρθωνε ποτέ να επεξεργαστεί την θεωρία και τις πρακτικές της μη βίας δίχως την κατάκτηση μιας βαθιάς αυτοπειθαρχίας στο πεδίο των αγώνων στην Νότια Αφρική και στην Ινδία.

Η διανοητική και η αγωνιστική «ωρίμανση» του Γκάντι υλοποιείται στο μεταίχμιο μεταξύ δυτικής σκέψης, ινδικής παράδοσης και καθημερινής πρακτικής. Η μεταστροφή του στην χορτοφαγία, παραδείγματος χάριν, δεν οφείλεται στην επήρεια της κοινότητας της καταγωγής του αλλά στην ανάγνωση ενός δοκιμίου του Χένρυ Σολτ - «ρασιοναλιστή, σοσιαλιστή, ειρηνιστή και ανθρωπιστή» όπως αυτοπροσδιορίζονταν. Ο Σόλτ υπήρξε, μεταξύ άλλων συγγραφέας και ενός δοκιμίου γύρω από τα δικαιώματα των ζώων καθώς και μιας βιογραφίας του Χένρυ Ντέβιντ Θορό, της περίφημης διατριβής του οποίου, γύρω από την αντίρρηση συνείδησης, ο Γκάντι θα γίνει παθιασμένος αναγνώστης. Ο Θορό έθεσε στην πράξη για δυο ολόκληρα χρόνια την αναζήτηση μιας σχέσης συνταύτισης και όσμωσης με την φύση, μιας «ζωής με σοφία» και «αντιμετώπισης μόνο των ουσιαστικών της», όπως περιέγραψε στο «Ουόλντεν» ή «Ζωή στο δάσος» του 1854, κατά κάποιο τρόπο σε απόλυτο συντονισμό με την μυστική διάσταση της προσέγγισης της μητέρας-φύσης του ρώσου ποιητή Φέντορ Τγιούτσεφ: «η φύση δεν είν’αυτό που νομίζετε / Δεν είν’ένα νεκρό πρόσωπο δίχως ψυχή / Έχει ψυχή κ’έχει και ελευθερία / Έχει αγάπη κ'έχει και γλώσσα επικοινωνίας».

Η ζωή του Γκάντι αποτέλεσε μια μοναδική μεταφορά της μοναδικής μεταφυσικής του φίλου του και φίλου του Θορό, Ραλφ Βάλντο Εμερσον, ο οποίος θα του προσφέρει αμέριστη υποστήριξη στο πεδίο του αγώνα για την χειραφέτηση των σκλάβων. Κατά τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, μελέτησε με πάθος την συλλογή «Έως αυτό το τελευταίο» του Τζον Ράσκιν την οποία θα μεταφράσει μετέπειτα στην διάλεκτο «γκουγιαράτι». Σε εκείνη την συλλογή του 1860 ο άγγλος συγγραφέας εμπνέεται από την παραβολή του ευαγγελιστή Ματθαίου, του ιδιοκτήτη του αμπελιού που πληρώνει το ίδιο όλους τους εργάτες του, από εκείνους που είχαν εργαστεί εξ’αρχής έως εκείνους που είχαν καταφθάσει τελευταίοι, που είχαν εργαστεί μόνο μία ώρα, σύμφωνα με την αρχή της ισότιμης διανομής των πόρων όχι αναγκαία δίκαιας. Έτσι, όπως ο Ράσκιν θα ακολουθήσει την οδό της εκούσιας οικονομικής υποστήριξης συνεταιρισμών, λαικών κατοικιών, μουσείων και κατασκευής δρόμων, βάσει μιας δικής του προσέγγισης αναφορικά με την κοινωνική αλληλεγγύη και της πλούσιας κληρονομιάς του, ο Γκάντι θα πραγματοποιήσει ένα πρώτο πείραμα θεμελίωσης μιας «ασράμ» - κοινότητας ίσων, βασισμένης στην χειρωνακτική εργασία - πλησίον του Ντάρχαμ, με την οικονομική υποστήριξη εύπορων ινδών, η οποία εμπνέονταν από την παράδοση των ινδών «σοφών» ενστερνισμού της εκούσιας φτώχειας μαζί με την εργασία και την προσευχή.

Σίγουρα δεν είμαστε σε θέση να εστιάσουμε την πραγματική διάσταση του εγχειρήματος του Γκάντι. Ότι λειτουργεί στο πλαίσιο μιας μικρής κοινότητας δεν είναι σίγουρα αποτελεσματικό σε μεγάλη κλίμακα ή, καλύτερα, σε πλανητικό επίπεδο. Παρά ταύτα, είναι προφανές ότι μια αρμονική ισορροπία μεταξύ στυλ ζωής και βιοφυσικών ρυθμών των φυσικών πόρων - «οικο-συμβατού» θα λέγαμε - είναι ο πρώτος παράγοντας εγγύησης της αρμονικής σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος. Πέραν αυτού, το πρόβλημα συνίσταται στην δεξιότεχνη εστίαση των κατάλληλων μακρο-οικονομικών παραμέτρων σε θέση να προβάλλουν σε μια άλλη κλίμακα την εγγενή δυναμική του γκαντιανού παραδείγματος.

Μέσω διαδοχικών προσπαθειών θεωρητικοποίησης και διάδοσης της «φιλοσοφίας της ανέμης» στην Ινδία - ύφανσης στο χέρι του παραδοσιακού ενδύματος ινδού σαν δείγματος άρνησης της εισαγωγής εγγλέζικων ενδυμάτων, σαν εργαλείου ανακούφισης από την φτώχεια των ινδών χωρικών και σαν μοτίβου εγχώριας περηφάνιας - ο Γκάντι αποδεικνύει ότι θα ήταν εφικτό ένα άλλο, εναλλακτικό, μοντέλο οικονομίας και εκτεταμένης παραγωγής σε εκείνη την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και σε εκείνη την ιστορική συγκυρία. Φυσικά, δεν θα μπορούσε και δεν μπορεί να αποτελέσει σήμερα πρόταση. Οι κάτοικοι της Γης ήταν 2 δισεκατομμύρια το 1930, είναι περισσότεροι από 6.5 δισεκατομμύρια σήμερα ενώ προβλέπεται ότι θα υπερβούν τα 8 δισεκατομμύρια το 2025. Στο αίτημα ευημερίας και άφθονων υλικών και άυλων αγαθών και όχι απλής επιβίωσης, το γκαντιανό μοντέλο δεν μπορεί να προσφέρει καμία ικανοποιητική απάντηση. Παραμένει όμως άκρως επίκαιρο λόγω της βαθιά του ηθικής διάστασης.

Αναφορικά με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης ο Γκάντι κλίνει στην υποεκτίμηση του δεύτερου συνθετικού του όρου. Καταφέρθηκε συχνά ενάντια στην εγγενή απληστία του δυτικού μοντέλου εκβιομηχανισμού προσπαθώντας να σκιαγραφήσει μια αλληλέγγυα ινδική κοινωνία συγκροτημένη μέσω ενός ευρύτατου δικτύου αυταρκών και αυτόνομων οικισμών. Φαινομενικά αντινεωτερική, η ιδέα του Γκάντι προβάλλει σημαντικές αξίες στο πλαίσιο της εντατικής εκμετάλλευσης των ινδικών μαζών από μέρους των εγχώριων και των βρετανικών ελίτ σε συνθήκες διάχυτης φτώχειας. Από την άλλη πλευρά, ο Γκάντι είχε συνειδητοποιήσει και εσωτερικοποιήσει από το 1903 την έννοια της «μη κτήσης» - «απαριγράχα». «Δεν κατέχουμε ούτε το νερό του ποταμιού στο οποίο πλενόμαστε και πρέπει να χρησιμοποιούμε μόλις αυτό το οποίο χρειαζόμαστε» προειδοποιούσε. Γύρω από την οπτική της «μη κτήσης» δόμησε την πρακτική της ασκητικής σαν άσκησης και όχι σαν αποχής.

Ο Γκάντι μεταλλάσσει τα κίνητρα της όποιας «σωτηρίας», προσωπικής και ενός περιορισμένου αριθμού ομόγνωμων, σε μια πλειάδα πολιτικών για την απελευθέρωση ενός λαού. Στο πλαίσιο της οργάνωσης της εκστρατείας αντίρρησης συνείδησης αναφορικά με την καταγραφή των ινδών του Τρανσβάαλ, το 1906, επεξεργάζεται τον όρο «σαντιαγκράνα». Το 1909 γράφει το «Χιντ Σβαράι» - «Ινδική Αυτοκυβέρνηση» - μέσω του οποίου τεκμηριώνει και υποστηρίζει την καταστροφικότητα του δυτικού εκβιομηχανισμού και του δυτικού μερκαντιλισμού για την Ινδία και προτείνει την υιοθέτηση ενός είδους παραδοσιακής οικονομίας θεμελιωμένης πρώτιστα στον αποκεντρωτισμό, στην διάχυση της παραγωγής, μέσω της οικογενειακής καλλιέργειας μικρών αγροτεμαχίων, στην αυτό-παραγωγή της ενδυμασίας και στην προστασία και διατήρηση του τροπικού δάσους. Η επιμονή του στην υιοθέτηση της μικρής κοινότητας μοιάζει να μην υπολογίζει ότι η εναλλακτική λύση δεν αρθρώνεται απαραίτητα μεταξύ της αγροτικοποίησης και της θλιβερής αστικοποίησης σε αποπνικτικές μεγαλουπόλεις - όπως προέβλεπε από τότε αναφορικά με την Καλκούτα, την Βομβάη ή το Δελχί.

Μετά την θεμελίωση μιας «φάρμας Τολστόι», ο Γκάντι διαρθρώνει το 1925 ένα «Δομικό Πρόγραμμα» του σε έντεκα σημεία μεταξύ των οποίων η κατάργηση των προνομίων της κάστας, η παιδεία στην μη βία, η οικονομική ισότητα και η χειραφέτηση της γυναίκας. Η υπέρβαση του συστήματος διαχωρισμού σε κάστες και, ειδικότερα, η εξύψωση της θέσης γυναίκας στην κοινωνία αποτελούν, κατά κύριο λόγο, το επίκεντρο της σκέψης και της δράσης του Γκάντι με στόχο την δημιουργία των συνθηκών για μια πιθανή «ανάπτυξη».

Το γκαντιανό μοντέλο θεμελιώνεται κύρια στον καθορισμό της «μεθόδου» και σε αυτό του τον χαρακτήρα θα πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση: εάν πρέπει να αποκηρυχτεί η βία τότε πρέπει να αποφευχθούν και οι δρόμοι που οδηγούν σε αυτή, από την περαιτέρω αύξηση των διεθνών ανισορροπιών έως την προσφυγή σε μορφές εκμετάλλευσης του χώρου που οδηγούν στην βαριά του υποβάθμιση καθιστώντας πρακτικά αδύνατη οιαδήποτε ορθολογική χρήση για δεκαετίες ή και για αιώνες. Η μαζική αποψίλωση, η υπερβολική αντικατάσταση των καλλιεργειών εδώδιμων με καλλιέργειες για παραγωγή καυσίμων, η νέκρωση των υδάτινων πόρων και η αποθήκευση ραδιενεργών κατάλοιπων και τοξικών απόβλητων, αποτελούν ορισμένες από τις μορφές αυτής της νέας προσβολής της Γής, πολύ σοβαρότερες και πολύ λιγότερο αναγκαίες και αναπόφευκτες από εκείνες της βιομηχανικής επανάστασης του δέκατου όγδοου αιώνα ή πολύ λιγότερο εκτενείς από τις μορφές υποβάθμισης που προκλήθηκαν στο σοβιετικό μπλοκ κατά τον δέκατο ένατο αιώνα απουσία κάθε μορφής κοινωνικού ελέγχου.

Η μη βία συνιστά τεχνική επίλυσης κρίσεων όχι μόνο μεταξύ ανθρώπινων συλλογικοτήτων. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο αντίστοιχος όρος στην σανσκριτική - «αχίμσα» - υποδηλώνει και «μη βλαπτικότητα» ή και «μη καταστροφή», αναφερόμενος, κατά συνέπεια, σε κάθε ύπαρξη και σε όλο τον πλανήτη.

Ο Γκάντι θεωρητικοποιεί και θέτει παράλληλα σε πράξη ένα είδος σπινοζιανής συμμετοχής στην φύση, ευλάβειας προς την φύση και ενσυναίσθησης προς όλα τα έμβια και άβια της. Η προσέγγιση του αναλύθηκε σε βάθος από τον νορβηγό φιλόσοφο Αρνε Νάες, μελετητή τόσο του Γκάντι όσο και του Σπινόζα, στον οποίο οφείλεται, μεταξύ άλλων, η έννοια της οικοσοφίας και η χάραξη της οπτικής της οικολογίας του βάθους. Σύμφωνα με τον Νάες, η οικολογία, η αυτοπραγμάτωση και η μη βία είναι κατά τον Γκάντι αλληλένδετες. «Πιστεύω στην ουσιαστική ενότητα του ανθρώπου και όλων των υπόλοιπων έμβιων» έγραφε ο Γκάντι το 1924 στην επιθεώρηση του «Γιάνγκ Ιντια». Σε ένα δοκίμιο του 1965, ο Νάες διακρίνει στην οικολογική οπτική του Γκάντι την παρακάτω λογική ακολουθία:
1. Σε τελευταία ανάλυση, όλος ο έμβιος κόσμος συνιστά μία και μόνο ενότητα.
2. Η άσκηση βίας - «χίμσα» - καθιστά αδύνατη την πλήρη αυτοπραγμάτωση.
3. Η βία σε ένα άλλο έμβιο ον συνιστά άσκηση βίας σε αυτόν που την ασκεί.
4. Η βία σε ένα άλλο έμβιο ον καθιστά αδύνατη την πλήρη αυτοπραγμάτωση.

Μέσω της επεξεργασίας των ινδουιστικών αρχών της γιαινιστικής παράδοσης και κοντά στην φιλοσοφική προσέγγιση του Τζέρεμυ Μπένθαμ, ο Γκάντι αποδέχονταν την θανάτωση των ζώων μόνο σε περίπτωση απόλυτης ανάγκης. «Ο οίκτος είναι η πρακτική έκφραση της αχίμσα - μη βίας - και ο οίκτος επιβάλλει ότι δεν πρέπει να κάνουμε ή να αφήσουμε να υποφέρουν οι άλλοι» έγραφε το 1932. Αυτή του η προσέγγιση τον έφερε εξάλλου να αποδεχτεί την ευθανασία, την οποία υποστήριξε δημόσια πάμπολλες φορές.

Σε ένα δοκίμιο του 1996 γύρω από τον Γκάντι - «Μαχάτμα Γκάντι: ένας απόστολος της εφαρμοσμένης οικολογίας του ανθρώπινου είδους» - ο ινδός περιβαλλοντιστής Ναθ Κόσο υποστήριζε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει οικολογικό κίνημα σε θέση να αποσοβήσει την βία απέναντι στην φύση εάν η αρχή της μη βίας δεν τεθεί στο επίκεντρο της ηθικής της ανθρώπινης κουλτούρας». Πρόκληση ακόμη άκρως επίκαιρη η οποία, στην ευρύτερη εκδοχή της, στοχεύει στην αφύπνιση για μια μη βίαια διαχείριση της συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος. Μολονότι αυστηρός και ασυμβίβαστος γύρω από την μέθοδο και τους στόχους, ο Γκάντι δεν αποτέλεσε φανατικό υποστηριχτή δογμάτων αλλά ανοικτό ερευνητή «ανοικτών» τρόπων σκέψης και πράξης.


http://prasinovelos.blogspot.com

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

SOS εκπέμπει το Νοσοκομείο Λευκάδας

Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΝΟΣΕΙ