οικο-πολιτική ή πολιτική οικολογία, ως «ηθική της απελευθέρωσης»

Μια επιλογή έξι αλληλοσυναντούμενων άρθρων του A. Gorz (1923-2007), που αποτυπώνουν τη σκέψη του συγγραφέα πάνω στην οικο-πολιτική ή πολιτική οικολογία, ως mia «ηθική της απελευθέρωσης»

ANDRE GORZ, Ecologica, Galilée, 2008, p 160
Εάν υπάρχουν «δύο ψυχές» της οικολογίας,1 δηλαδή μια (μετα)πολιτική «εκ των άνω» (κράτος, με τη σύμπραξη επιχειρηματικών φορέων και ΜΚΟ) συστημική, τεχνο-διαχειριστική της λεγόμενης βιώσιμης ή πράσινης ανάπτυξης, του οικο-ορθολογισμού, οικο-εκσυγχρονισμού και του «συγκεκριμένου», και, από την άλλη, μια αντισυστημική και κινηματική - «εκ των κάτω» (αυτό-οργανωτικές και συνομοσπονδιοποιημένες πρωτοβουλίες των πολιτών), της τοπικής συμβιωτικής-κοινωνικής οικολογίας και αυτονομίας (Βookchin), της απομεγέθυνσης (Latouche, Schneider, Cheynet κ.ά. και της περιεκτικής δημοκρατίας (Φωτόπουλος), τότε σίγουρα ο A. Gorz είναι «αταξινόμητος», αφού, σύμφωνα με τη διαχρονική του συγγραφή, μάλλον μετέχει και των δύο ψυχών, δίνοντας όμως την προτίμησή του προφανώς στη δεύτερη και βάλλοντας κατά του καπιταλιστικού-παραγωγιστικού και καταναλωτικού μοντέλου ζωής. Πράγματι (σ. 15) ο A. Gorz δεν ξεκινά από μια «οικολογική προσταγή» που θεωρεί επικίνδυνη (οικοφασισμός), αλλά από την κριτική του καπιταλιστικού συστήματος, για να δομήσει την πολιτική του οικολογία. Η «οικολογική επιλογή» είναι αναπόσπαστη διάσταση του αγώνα εναντίον του καπιταλισμού. Οι απαρχές του εντοπίζονται στο 1954, σ' ένα άρθρο του σ' ένα εβδομαδιαίο αμερικανικό περιοδικό, πάνω στην καταναλωτική κοινωνία της Αμερικής, πολύ πριν δηλαδή αρχίσει (δεκαετία του '60 και '70) η κριτική της μεγέθυνσης και του «βιομηχανισμού» και εδραιωθεί η σύγχρονη πολιτική οικολογία2.
Το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται, μέσω της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, στη δημιουργία (περιττών) αναγκών-επιθυμιών στους ανθρώπους, ώστε αυτοί (να) «παίρνουν τις επιθυμίες τους για ανάγκες» (σ. 34) και μάλιστα με τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα για το κεφάλαιο. Προς τούτο, η κατανάλωση θα πρέπει να εξατομικευθεί, «ιδιαιτεροποιηθεί», αλλά και επιταχυνθεί μέσω της καινοτομίας και της βραχυχρόνιας διάρκειας ζωής των αγαθών. Πρόκειται για την ανταγωνιστική και αντικοινωνική, κατά τον Α. Gorz, «κουλτούρα της κατανάλωσης» και την αποενοχοποίησή της. Ο καταναλωτής, από τη δεκαετία του '60, οπότε και άρχισε η μαζική παραγωγή και κατανάλωση ενεργοβόρων προϊόντων, «αναγκάζεται» (υπό την έννοια ότι είναι στην υπηρεσία της παραγωγής για τη δημιουργία των διεξόδων της, μην έχοντας την ικανότητα να αναρωτηθεί από ποια ποσότητα και ποιότητα έχει ανάγκη) ν' αγοράσει μεγαλύτερη ποσότητα αγαθών για να έχει τελικά την ίδια αξία χρήσης με εργαλεία και συσκευές λιγότερο ακριβά και λιγότερο εξεζητημένα. Δεν πρόκειται συνεπώς για ανάγκες, αλλά για την επιλογή (ή μήπως για τη δυναμική της ίδιας της οικονομίας της αγοράς-μεγέθυνσης;) ενός τύπου ανάπτυξης - μεγέθυνσης προσίδιου στον καπιταλισμό: δημιουργία του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού αναγκών, και την ικανοποίησή τους προσωρινά και εφήμερα με τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα αγαθών. Συνεπώς, η ιδέα της «επάρκειας» και του απαραίτητου για τον άνθρωπο δεν είναι πλέον έννοια οικονομική, αλλά συμβολικο-ψυχαναγκαστική, και αδύνατη στην ισχύουσα (μετα)βιομηχανοποιημένη οικονομία.
Έτσι, μέσα από την κριτική αυτή συναντά τις θέσεις των «αντιρρησιών της (καπιταλιστικής και σοσιαλιστικής) μεγέθυνσης» (objecteurs de croissance). Για τον Α. Gorz η απομεγέθυνση (décroissance), την οποία πρώτος είχε προτείνει ο N. Georgescu-Roegen, είναι μια «προσταγή επιβίωσης» (σ. 40 και σ. 29, και σ. 107 επ.). Μια «οικονομία των αναγκών και της επάρκειας» (ή, πράγμα που δεν είναι ακριβώς το ίδιο, της «λιτής αφθονίας», κατά τον J. Delors, στον οποίο αναφέρεται ο A. Gorz) ανοίγεται μπροστά μας και είναι άφευκτη ανάγκη.
Ήδη θεωρεί ότι η «δικτατορία των αναγκών» και της αύξησης του ΑΕΠ χάνει τη δύναμή της και γίνεται πιο ευάλωτη για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Μέσω των «συμβιωτικών», κατά τον Ι. Illitch, εργαλείων πληροφορικής, το αναγκαίο και επιθυμητό θα μπορούν να παράγονται στα συνεταιριστικά ή κοινοτικά εργαστήρια και βιοτεχνίες. Ταυτόχρονα, παρατηρούνται σε πολλά μέρη του κόσμου, όσο κι αν τούτο φαίνεται αρχαϊκό, τάσεις αυτοπαραγωγής (και αυτοκατανάλωσης) και μικρών τοπικών εναλλακτικών δικτύων, αλλά και προσπάθειες το μονοπώλιο της προσφοράς να ξεφεύγει σιγά-σιγά από το κεφάλαιο, όπως και η κατανάλωση να χειραφετείται από την εμπορευματική προσφορά (σ. 35, και σ. 38-39), είτε υπέρ του δημόσιου τομέα (συνεπώς όχι μόνο του κοινωνικού-συνεργατικού και κοινοτιστικού) είτε υπέρ εναλλακτικών μορφών οικονομίας (προσφοράς), όπως η πολυμορφική κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία του τρίτου τομέα, έστω κι αν αυτή βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, σε μετέωρο βήμα και υφίσταται δικαίως αρκετές αντισυστημικές κριτικές, είτε, τέλος, υπέρ του δωρεάν τομέα (χαριστικές οικονομικές σχέσεις - gratuité, σ. 119). Το ζητούμενο τελικά είναι να ανατραπεί η σχέση ανάμεσα σε παραγωγή εμπορευματικού πλούτου και παραγωγή ανθρώπινου πλούτου. Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες, θεωρεί εν τούτοις ότι «για πρώτη φορά μπορούμε να θέλουμε» να πραγματοποιηθούν αυτοί οι μετασχηματισμοί.
Για τον A. Gorz, επίσης, «το οικολογικό κίνημα γεννήθηκε πολύ πριν από την υποβάθμιση του φυσικού χώρου και της ποιότητας ζωής». Γεννήθηκε από τη διαμαρτυρία εναντίον της καταστροφής της «καθημερινής κουλτούρας» (σύνολο αρχέγονων γνώσεων με τις οποίες οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο και δρουν σ' αυτόν) από τα τεχνοκρατικά εργαλεία της μεγαμηχανής. Αυτό που μας φαίνεται «φυσικό», αυτό του οποίου η λειτουργία μάς είναι προσβάσιμη και η κατανόηση διαισθητική, απειλούνται. Η υπεράσπιση της φύσης νοείται, καταγωγικά, ως υπεράσπιση του «ζώντος κόσμου», σήμερα «αποικιοποιημένου», κατά τον Χάμπερμας, από τους διαχειριστές του συστήματος. Έτσι, μέσα από αυτές τις γραμμές, ο A. Gorz αντιτίθεται στην αυξανόμενη τεχνο-διαχειριστική και γραφειοκρατική προσέγγιση της υπεράσπισης του περιβάλλοντος και στην εξουσία των ειδικών οικο-εμπειρογνωμόνων (ειδικοκρατία-expertocratie) (σ. 40 επ.) που καταστρέφουν την, κατά τον Illitch και πάλι, «συμβιωτικότητα» (convivialité, όρο που συναντάμε συχνά και στους απομεγεθυνσιακούς). Η προ-μοντέρνα αυτή προσέγγιση, στην οποία πρωταγωνιστούν το κράτος (με διάφορα διοικητικά, οικονομικά κ.ά εργαλεία) και οι επιχειρήσεις, οδηγεί στην «ετερορύθμιση» της λειτουργίας της κοινωνίας, χωρίς ν' αλλάζουν οι νοοτροπίες και το αξιακό σύστημα. Αντίθετα, η πολιτική οικολογία, η οποία δεν είναι το αποτέλεσμα που επιβάλλεται σ' αυτήν με «απόλυτη αναγκαιότητα» «υπό το φως της επιστημονικής ανάλυσης», αποσκοπεί στην «ειρήνευση» των σχέσεων με τη φύση και στην «επανασυμφιλίωση» μ' αυτήν (σ. 45).
Σ' ένα άλλο άρθρο (σσ. 71-87) του βιβλίου, εμπνευσμένο, όπως το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, από την αιρετική σκέψη του I. Illitch πάνω στην αντιπαραγωγικότητα του αυτοκινήτου, αναλύει την κοινωνική του ιδεολογία ως τον απόλυτο θρίαμβο της αστικής ιδεολογίας. Το αυτοκίνητο επινοήθηκε αρχικά ως «είδος αντικοινωνικής πολυτέλειας» μιας μειοψηφίας πλουσίων, ενώ η εκλαΐκευσή του στη συνέχεια περιόρισε την ταχύτητα κυκλοφορίας στην πόλη, οπότε και απαξιώθηκε πρακτικά, αλλά όχι ιδεολογικά. Τη φαινομενική απεριόριστη ανεξαρτησία του κατόχου του διαδέχθηκε η πλήρης εξάρτηση από διαρκείς υπηρεσίες τρίτων (για τη συντήρηση ή για την επιδιόρθωσή του σε περίπτωση βλάβης). Γιατί όμως ένα αυτοκίνητο δεν θεωρείται κάτι σαν μια βίλα με ιδιόκτητη πλαζ στην παραλία; Και το αυτοκίνητο δεν καταλαμβάνει δημόσιο χώρο; Δεν χάνει κάθε αξία χρήσης, όταν όλοι χρησιμοποιούν το δικό τους; Κι όμως, κανένας δημαγωγός δεν διανοήθηκε να εκλαϊκεύσει την πρόσβαση στις παραλίες για κάθε οικογένεια και να μοιράσει στα εκατομμύρια των οικογενειών το μερίδιό του στη παραλία, κόβοντάς τη σε λωρίδες λίγων μέτρων. Στην περίπτωση αυτή, η λύση είναι συλλογική. Η πύκνωση του αυτοκινήτου οδήγησε στη δημιουργία προαστίων και αυτοκινητοδρόμων. Όσο περισσότερους αυτοκινητόδρομους κατασκευάζουμε, τόσο πληθαίνουν τα αυτοκίνητα και τα μποτιλιαρίσματα και τόσο εξαπλώνονται οι πόλεις. Η παντοπαρουσία του αυτοκινήτου εξαφάνισε κάθε εναλλακτική λύση (τρένα, λεωφορεία κ.λπ.). Γιατί η λύση στο πρόβλημα είναι συνολική και απαιτεί πολιτιστική-ιδεολογική επανάσταση, που δεν μπορεί να γίνει από τις κυρίαρχες τάξεις, της αναζήτησης της ολοένα μεγαλύτερης μεγέθυνσης. Πάντως, στην πρακτική του διάσταση, απαιτεί κατάργηση και επαναχάραξη των πόλεων. Μπορούμε, λέει ο A. Gorz, να φαντασθούμε πόλεις που θα είναι ομοσπονδίες κοινοτήτων ή γειτονιών, με πράσινες ζώνες στα όριά τους, όπου σ' αυτές οι κάτοικοι θα καλλιεργούν τα προς το ζειν (κάτι που ήδη γίνεται στη Γαλλία σε μερικούς δήμους με τους «οικογενειακούς κήπους»). Γι' αυτό δεν θα πρέπει να σχεδιάζουμε τη μετακίνηση ξεκομμένα από το πρόβλημα της πόλης, από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και το κομμάτιασμα που αυτή επέφερε στην ύπαρξη των ανθρώπων. Ο A. Gorz προωθεί έτσι την επανατοπικοποίηση (relocalisation) και την «ενότητα της ζωής».
Το ζητούμενο είναι ο μετασχηματισμός ενός οικονομικού συστήματος που βασίζεται στην αναζήτηση της μεγαλύτερης σπατάλης και η αντικατάστασή του από ένα σύστημα που θα βασίζεται στην ελάχιστη σπατάλη (σ. 98). To πρόβλημα είναι μια εναλλακτική παραγωγή (άλλων πραγμάτων, με άλλο, λιγότερο δαπανηρό και προσιτό στους πολλούς τρόπο), με καλύτερη εκμετάλλευση των διαθέσιμων πόρων και μείωση της σπατάλης. Με άλλα λόγια, «καλύτερη παραγωγή με λιγότερα», θέση που μπορεί να τον εντάξει και στο ρεύμα του «οικολογικού εκσυγχρονισμού» ή «της οικολογικής οικονομίας». Πράγματι, αυτό που συνδέει τελικά τον A. Gorz με την «πρώτη ψυχή» της πολιτικής οικολογίας που προαναφέραμε, είναι η ποιοτική ανάπτυξη (μέσω ενός οικολογικού εκσυγχρονισμού - οικολογικής οικονομίας), η παρέμβαση του κράτους (αλλά και της κοινωνίας των πολιτών στην οποία αναφέρεται συχνά σε άλλα του έργα)3 , ενώ εκείνο που τον συνδέει με τη δεύτερη είναι η κοινωνικοποίηση και η οικονομία των αναγκών, η απομεγέθυνση (την οποία θεωρεί, κάπως αντιφατικά, όπως είδαμε, ως «προσταγή επιβίωσης», αλλά και μη πολιτικά εφικτή στο ισχύον σύστημα, σ. 107 επ.) και η διεύρυνση της σφαίρας της ελευθερίας (σ. 104) μέσω της απονομισματοποιημένης4και απα-ξιωμένης αλλά έμπλουτης και «χρήσιμης» χαριστικής (αντι)οικονομίας5 (με τη χρήση και διάδοση του κινήματος των «ελεύθερων λογισμικών» και της ψηφιακής και ερασιτεχνικής high-tech τεχνολογίας - digital fabricators, fabbers), και τελικά η συγκεκριμένη, όπως λέει, ουτοπία.

Ο Τάκης Νικολόπουλος διδάσκει Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Δίκαιο και Πολιτική Περιβάλλοντος στο ΤΕΙ Μεσολογγίου
 
1. R. Felli, Les deux âmes de l' écologie, L' Harmattan, 2008
2. Θ. Τσακίρης Τρεις ρίζες της πολιτικής οικολογίας , εφημ. «Η Εποχή», 24/5-2009, σ. 39
3. Ο Α. Γκόρζ (ως Μ. Bosquet) δεν θέτει θέμα κατάργησης του κράτους από τη μια στιγμή στην άλλη αλλά μόνο βαθμιαίας εξασθένισης του προς όφελος της επέκτασης της κοινωνίας των πολιτών, Οικολογία και πολιτική, εκδ. Λιβάνης, 1984, σ. 48
4. Ο A. Gorz κάνει αναφορά στο προφητικό έργο του R. kurz, Der Kollaps der Modernisierung. Vom Zusammenbruch des Kasernesozialismus zur krise der Weltokonomie, Leipzig, Reclam, 1994, ιδίως σ. 310-314
5. Εδώ ο A. Gorz παραπέμπει όχι μόνο στον S. Latouche και στο κίνημα των ελεύθερων λογισμικών, αλλά και στο βιβλίο των L. Baranski και J. Robin, L' urgence de la métamorphose , Des idées et des homes, 2006, ιδίως , σ. 85-93.

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=487570

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανοιχτή επιστολή στον Υπουργό Εργασίας για τα προνοιακά επιδόματα

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΥ ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ