Ασφάλεια και βιωσιμότητα πάνε μαζί στην πόλη
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η βία στην Αθήνα παρουσιάζει έξαρση και συνδέεται με καταστάσεις που δεν συναντάμε συνήθως σε ευρωπαϊκές πόλεις. Μέσα στις τελευταίες εβδομάδες είχαμε την άγρια δολοφονία του 44χρονου Μανώλη Καντάρη για μια βιντεοκάμερα, κυνήγι και δολοφονία στα Πατήσια ενός νεαρού μετανάστη από το Μπαγκλαντές, επιθέσεις με μαχαίρια – κατσαβίδια και ξυλοδαρμοί εναντίον ανθρώπων στο κέντρο της Αθήνα απλώς επειδή είναι μετανάστες, βόμβες μολότοφ στην αυλή μονοκατοικίας που μένουν Πακιστανοί στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, πρωτοφανή βαρβαρότητα από την αστυνομία σε μια από τις ειρηνικότερες πορείες των τελευταίων ετών και βαρύς τραυματισμός του Γιάννη Καυκά, επίθεση με μολότοφ στο αστυνομικό τμήμα Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια που είχε ως αποτέλεσμα να τραυματιστούν 3 άνθρωποι, μαχαιρώματα μεταξύ φιλάθλων, δυο αστυνομικοί της μονάδας ΔΙΑΣ νεκροί στο Ρέντη μετά από επίθεση με καλάζνικοφ, επίθεση με όπλα κατά αστυνομικών στην Πεύκη. Σταθμοί, επίσης, στην εξέλιξη της βίας στην πόλη είναι η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η πυρπόληση στο κατάστημα της MARFIN στη Σταδίου που οδήγησε στο θάνατο 3 εργαζομένων αλλά και συγκρούσεις οπαδών ομάδων που κατέληξαν στον θάνατο ενός ανθρώπου.
Η οργή εναντίον του πολιτικού συστήματος έχει αυξήσει τους οπαδούς της χρήσης βίας, όπως αποδεικνύεται από έρευνες αλλά και την καθημερινή συζήτηση με τους πολίτες. Η οικονομική κρίση αλλά και οι κοινωνικά άδικες κι αναποτελεσματικές πολιτικές που έχουν επιλεγεί από την κυβέρνηση για αντιμετώπισή της έχουν μεγάλη ευθύνη για την προϊούσα κοινωνική αποσύνθεση και την διαμόρφωση γόνιμου έδαφος για την έκρηξη της βίας. Η κρίση, όμως, της πόλης είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Η Αθήνα είναι μια από τις δέκα πιο ρυπασμένες πόλεις της Ευρώπης. Έχει ελάχιστα αναπτυγμένες τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές υποδομές που θα έπρεπε να διαθέτει ως μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Με ευθύνη των κυβερνήσεων αλλά και των διοικήσεων της πόλης δεν αναπτύχθηκαν εγκαίρως και με αποτελεσματικό τρόπο συνεκτικές πολιτικές για μια σειρά κοινωνικών προβλημάτων, όπως είναι η μετανάστευση ή τα ναρκωτικά.
Η βία, όμως, που εμφανίζεται πλέον με τις πιο αποτρόπαιες μορφές της στην πόλη, είναι αποτέλεσμα και της παθητικότητας της κοινωνίας απέναντι σε εκφάνσεις της που, αν και φαντάζουν εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, πηγάζουν από την σε εξέλιξη απαξίωση της αξίας της ανθρώπινης ζωής ως τέτοιας:
- Η αλλαγή των μορφών εγκληματικότητας. Με ευκολία χρησιμοποιούνται πλέον όπλα εναντίον πολιτών ή αστυνομικών κι αφαιρούνται ανθρώπινες ζωές για 100 ευρώ ή μια βιντεοκάμερα. Νεαρά άτομα, συνήθως τοξικομανείς, δεν διστάζουν να τραυματίσουν βαριά, σέρνοντας στον δρόμο ή χτυπώντας, γυναίκες κάθε ηλικίας στην προσπάθεια να τους αρπάξουν την τσάντα. Μια τσάντα ή ένα πορτοφόλι έχουν μεγαλύτερη αξία από την ανθρώπινη ζωή.
- Η χουλιγκάνικη βία. Το μίσος και η βία μεταξύ οπαδών ομάδων εξελίσσεται σε διαδοχικά πολεμικά επεισόδια που δεν περιορίζονται μόνο στους χώρους των γηπέδων αλλά επεκτείνονται και σε γειτονιές με βομβιστικές επιθέσεις σε γραφεία αντίπαλων ομάδων, μαχαιρώματα, συγκρούσεις μέχρι θανάτου.
- Η «επαναστατική» βία. Η αφαίρεση ανθρώπινων ζωών δεν είναι ταμπού πια για κάποιες ομάδες που στρέφονται στη βία από πολιτική επιλογή. Θα έπρεπε να απασχολεί την κοινωνία – και όχι απλώς την αστυνομία – το γεγονός ότι νέοι της «διπλανής πόρτας» στρέφονται τόσο εύκολα στα καλάζνικοφ και τις βόμβες ως μέσα άσκησης …πολιτικής (και φυσικά ότι βρίσκουν τόσο εύκολα τέτοιον οπλισμό). Θετικό είναι το γεγονός ότι έχει απασχολήσει τον αναρχικό κι αντιεξουσιαστικό χώρο και έχει οδηγήσει σημαντικές συλλογικότητές του να διαχωρίσουν τη θέση τους από παρόμοιες πρακτικές.
- Η αστυνομική βία. Διαδηλωτές αντιμετωπίζονται μέσα από μια λογική «βεντέτας» από κάποιες ομάδες αστυνομικών όταν υποτίθεται ότι ρόλος και καθήκον τους είναι να προλαμβάνουν και να αποτρέπουν τη βία, να είναι οι «φύλακες της ειρήνης και περιουσίας» της κοινωνίας και όχι αυτοί που βάζουν κοινωνικές φωτιές ή ρίχνουν λάδι σε αυτές μετατρεπόμενοι σε μέρος του προβλήματος. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν ήταν η πρώτη παρόμοια πράξη, αλλά εξόργισε ιδιαίτερα λόγω της κυνικότητάς της. Στη θέση του Αλέξανδρου θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε παιδί. Αλλά και τα δολοφονικά χτυπήματα στον Γιάννη Καυκά, σε μια από τις πιο ειρηνικές διαδηλώσεις των τελευταίων χρόνων, δείχνει ότι τμήματα της αστυνομίας αδυνατούν να κατανοήσουν στοιχειωδώς ότι ο ρόλος των αστυνομικών δεν είναι η άσκηση ή η γενίκευση της βίας αλλά η πρόληψης της βίας.
-Η ρατσιστική βία. Δεν είναι όλοι οι εγκληματίες μετανάστες αλλά ούτε όλοι οι μετανάστες είναι άγγελοι. Όταν γίνεται μια εγκληματική πράξη από έναν μετανάστη πρέπει, στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, να αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς αν η πράξη αυτή συνέβαινε από κάποιον που δεν είναι μετανάστης. Ακραίες ομάδες χρησιμοποιούν περιστατικά στα οποία εμπλέκεται κάποιος μετανάστης για να ενισχύσουν τον φόβο ώστε να επιβάλλουν τον τρόμο και τη δική τους βία στην πόλη. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τα «τάγματα θανάτου» δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα. Σήμερα είναι οι μετανάστες, αύριο θα είμαστε όλοι τα θύματά τους.
Ο κίνδυνος σήμερα είναι να «συνηθίσουμε» τη βία ή ακόμα χειρότερα να αφήσουμε να κυριαρχήσουν στην πόλη ομάδες που επιδιώκουν να επιβάλουν τη δική τους βία, η μισαλλοδοξία και ο τρόμος να αναλάβουν τον έλεγχο βασικών γειτονιών.
Μια δημοκρατική και σωστά εκπαιδευμένη αστυνομία μπορεί να παίξει τον δικό της ρόλο στην πρόληψη κι αντιμετώπιση της βίας και της εγκληματικότητας. Οι αστυνομικοί, είναι φανερό, χρειάζονται εκπαίδευση στην πρόληψη συγκρούσεων ώστε η αστυνομία να μην γίνεται μέρος του προβλήματος.
Για να αντιμετωπιστεί η βία απαιτείται, όμως, κυρίως ιδεολογική και μαζική καταδίκη της σε καθημερινό επίπεδο αλλά και ισορροπημένες κι αποτελεσματικές προσεγγίσεις για την αναγέννηση της πόλης, στηριγμένες στα συλλογικά αγαθά και στην αλληλεγγύη. Η διοίκηση, οι φορείς και οι πολίτες δεν μπορούν να μένουν θεατές της κοινωνικής αποσύνθεσης, μια εκδήλωσή της οποίας είναι η έκρηξη βίας. Σίγουρα δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για το αποτέλεσμα, δηλαδή την εξάπλωση φαινομένων βίας, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες που οδηγούν σε αυτή.
Δεν φταίνε για ότι κακό συμβαίνει στην πόλη οι μετανάστες και δεν μπορούν να γίνουν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Οι μεταναστευτικές κοινότητες χρειάζεται να υποστηριχθούν ώστε να οργανωθούν καλύτερα και να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στην ένταξη όσων έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις στην ελληνική κοινωνία. Σε αυτό πολύ χρήσιμη θα είναι η μεταφορά εμπειρίας από ευρωπαϊκές πόλεις που αντιμετώπισαν με επιτυχία τέτοια φαινόμενα τις προηγούμενες δεκαετίες. Το κέντρο της Αθήνας δεν μπορεί να σηκώσει τη σημερινή πυκνότητα μεταναστών αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η Ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη από σημαντικό αριθμό εργατικών χεριών σε μια σειρά επαγγέλματα που συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική ζωή (αγροτικές εργασίες, οικοδομές, βοήθεια σε ηλικιωμένους κα). Κρίσιμα μέτρα είναι η ταχύρρυθμη εξέταση των αιτήσεων ασύλου και η παροχή του με βάση τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα, η καταγραφή των αλλοδαπών που βρίσκονται παράτυπα στη χώρα, η ενεργοποίηση του “καθεστώτος ανοχής” που καθιερώθηκε πρόσφατα. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται αποτελεσματική αλλά και σε ανθρωπιστική βάση οργανωμένη μεταναστευτική πολιτική σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Χρειάζονται, επίσης, πρωτοβουλίες από πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς που να φέρουν αποτελέσματα στην ποιότητα ζωής, στην καθημερινότητα των πολιτών. Σε καιρό οικονομικής κρίσης, η παρακμή της πόλης θα βαθαίνει όσο εντείνεται ο κοινωνικός αποκλεισμός. Κάθε παρέμβαση του κράτους ή του Δήμου θα πρέπει να συνεκτιμά και τις επιπτώσεις σε θέματα συνοχής. Κάθε προσπάθεια αναζωογόνησης της πόλης περνά αναγκαστικά από μέτρα και πολιτικές για την κοινωνική συνοχή και αντιμετώπιση προβλημάτων όπως είναι τα ναρκωτικά, αλλά και από τη δημιουργία δομών επανένταξης αξιοποιώντας την πολύτιμη εμπειρία σχετικών ΜΚΟ αλλά και την ακίνητη περιουσία του Δήμου μέσα από μορφές κοινωνικής οικονομίας.
Ζωντανή και ασφαλής πόλη είναι η βιώσιμη πόλη που προσφέρει στους πολίτες της ποιότητα ζωής. Παρεμβάσεις για πόλη φιλική στο περπάτημα και το ποδήλατο αλλά και εκδηλώσεις στις γειτονιές και τις πλατείες, δράσεις διαμόρφωσης μιας μικρής πλατείας, καθαρισμού ενός δημόσιου χώρου, εκδηλώσεις πραγματικής αλληλεγγύης και (αυτό)οργάνωσης σε καθημερινό επίπεδο ζωντανεύουν το δημόσιο χώρο αποτρέποντας την εικόνα εγκατάλειψης. Στοχευμένες παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων σε υποβαθμισμένες περιοχές μπορούν να συμβάλουν στην έξοδο από την κρίση ανεβάζοντας την ποιότητα ζωής για όσους αντιμετωπίζουν επιπλέον και «ενεργειακή φτώχια».
Δυο άνθρωποι που έχουν ζήσει άμεσα τις συνέπειες της πιο απεχθούς βίας δίνουν, νομίζω, το παράδειγμα και για την υπόλοιπη κοινωνία μέσα από τη στάση τους:
- Η μητέρα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, Τζίνα Τσαλικιάν ανήγγειλε τη δημιουργία ενός ιδρύματος “Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου” που θα ασχολείται με τη μέριμνα και την υπεράσπιση παιδιών από κινδύνους και μορφές βίας που τα απειλούν ως απάντηση στην βία που αφαίρεσε τη ζωή του παιδιού της.
- Η Στέλλα, αδελφή του δολοφονημένου Μανώλη Καντάρη, παρά τον πόνο της, παίρνει ξεκάθαρη θέση ενάντια στη βία («Έθνος, 14/5): «Έχουμε πρώτα απ’ όλα να αντιμετωπίσουμε, με όση δύναμη μας απομένει σ’ αυτό που συνέβη, το κακό που μας βρήκε… Για μια κάμερα να χαθεί η ζωή του Μανώλη… Αδυνατούμε ακόμα να πιστέψουμε ότι είναι αλήθεια…Μας ανησυχεί φυσικά και αυτό που μαθαίνουμε ότι συμβαίνει καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας και αλλού, με κάποιους που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους. Να μην αφήσει η Πολιτεία τις ακραίες συμπεριφορές των λίγων εκείνων, που χρησιμοποιούν το όνομα του Μανώλη ως άλλοθι, για να ορμάνε και να δέρνουν όποιον ξένο βρίσκουν μπροστά τους! Είναι και αυτό έγκλημα! Δεν τους φταίνε σε τίποτα οι άνθρωποι με τους οποίους πολλοί από εμάς εργαζόμαστε μαζί, έχουν τα δικά τους προβλήματα, ζουν ανάμεσά μας, έχουν οικογένειες, παιδιά. Το λέμε εμείς που χάσαμε τον άνθρωπό μας μ’ αυτό τον τρόπο. Να σταματήσει αυτό το κακό, δεν το θέλουμε, είμαστε, όλοι στην οικογένεια αντίθετοι στη βία κάθε μορφής! Περιμένουμε όμως και η Πολιτεία να πάρει μέτρα που θα κάνουν τον κόσμο να μη φοβάται να βγει από το σπίτι του τη νύχτα».
Στη δύσκολη εποχή που ζούμε, είναι διπλά επιτακτική η ανάγκη να βάλουμε φραγμό σε όλους και όλα όσα μας οδηγούν σε μια κοινωνία που τρώει μέρα με τη μέρα τις σάρκες της.
*ο Νίκος Χρυσόγελος είναι στέλεχος των Οικολόγων Πρασίνων και Περιφερειακός Σύμβουλος Ν. Αιγαίου
Σχόλια