Η δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς αλληλεγγύη είναι καταδικασμένη σε αποτυχία
Η Ευρωζώνη στα όρια... Του Τάσου Κρομμύδα
Η Σύνοδος Κορυφής της 8-9 Δεκεμβρίου αποτέλεσε μια εξέλιξη με ιστορικά χαρακτηριστικά. Οι αποφάσεις της όμως με βεβαιότητα θα αποτύχουν να δώσουν μόνιμη απάντηση στην κρίση χρέους και ρευστότητας της Ευρωζώνης, ενώ επικίνδυνη είναι η συνεχιζόμενη απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών
Του Τάσου Κρομμύδα
Εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων
Εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων
Δύο είναι οι διαστάσεις της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής που την κάνουν να ξεχωρίζει στην πορεία ενοποίησης της Ευρώπης. Κατ’αρχάς έχει ιστορική βαρύτητα το ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, χωρίς όμως τη Βρετανία. Εξίσου ιστορική καμπή –αλλά ανησυχητική- είναι το ότι μια τόσο σημαντική συνάντηση για τη διαμόρφωση ευρωπαϊκής στρατηγικής απέναντι στην κρίση δεν είχε παρά το χαρακτήρα μιας διακυβερνητικής απόφασης, η οποία επικύρωνε τη Γαλλογερμανική συμφωνία που είχε προηγηθεί λίγες μέρες νωρίτερα. Πρόκειται για εξελίξεις που περισσότερο καταστρέφουν το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, παρά το ολοκληρώνουν.
Κυρίως όμως η Σύνοδος φανέρωσε μια τριπλή αποτυχία της στάσης της ΕΕ και των ηγετών της:
1. Δεν υπάρχει αξιόπιστη οικονομική στρατηγική. Με αφετηρία την περίπτωση της Ελλάδας, οι ηγέτες της ΕΕ καθιερώνουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τη λιτότητα ως μόνη συνταγή απέναντι στην κρίση. Όμως από μόνοι τους οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί δεν επαρκούν ως οικονομική στρατηγική. Χαρακτηριστικό είναι πως η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, πριν το ξέσπασμα της κρίσης δεν αντιμετώπιζαν σημαντικά ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως με τέτοιους όρους πιθανόν θα ήταν ανέφικτη η επανένωση της Γερμανίας τη δεκαετία του ’90. Μια πραγματική στρατηγική δημοσιονομικής ένωσης θα περιελάμβανε και συντονισμένα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής και θα προχωρούσε σε μια πιο δίκαιη κατανομή βαρών που θα περιλάμβανε και το χρηματοπιστωτικό τομέα και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η απουσία αυτή δεν αφήνει περιθώριο στα κράτη μέλη να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους παρά μόνο μέσα από περικοπές δαπανών. Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της εμμονής στη λιτότητα είναι ήδη εμφανείς: Η Ευρώπη κυλά στην ύφεση και οι ανισότητες εντείνονται.
2. Δεν εξασφαλίζεται προστασία των κρατικών χρεών απέναντι στις αγορές. Δυο βδομάδες μετά τη Σύνοδο δεν έχει φανεί πως αυτή κατάφερε να αναχαιτίσει την επίθεση των κερδοσκόπων απέναντι στο ευρώ. Για την αποκατάσταση εμπιστοσύνης και της ουσιαστικής πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών που έχουν πληγεί από την κρίση χρέους, χρειάζεται μια αξιόπιστη εγγύηση ρευστότητας. Όμως η Σύνοδος δεν επέτρεψε τελικά στην ΕΚΤ να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο, είτε άμεσα είτε μέσω ενός EFSF εφοδιασμένου με άδεια να μπορεί να λειτουργεί ως τράπεζα. Παράλληλα, στην απόφαση δεν υπάρχει καμία αναφορά σε Ευρωομόλογα, ένα εργαλείο διαμοιρασμού του ρίσκου που θα έπρεπε να αποτελεί ουσιαστικό τμήμα μιας βιώσιμης λύσης της δημοσιονομικής κρίσης. Τελικά η ΕΚΤ απλά θα συνεχίσει να αποτελεί τελευταίο καταφύγιο δανεισμού μόνο για τις τράπεζες.
3. Δεν υπάρχει σεβασμός στην ευρωπαϊκή δημοκρατία. Πρόκειται ίσως για την πιο ανησυχητική εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα εθνικά κοινοβούλια απομένει ο ρόλος της επικύρωσης αποφάσεων και δεσμεύσεων που έχουν συμφωνηθεί πίσω από κλειστές πόρτες, κι αυτό μάλιστα υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Παρόμοιος ρόλος απομένει και για το Ευρωκοινοβούλιο που ουσιαστικά παραγκωνίζεται στη λήψη αποφάσεων και τον έλεγχό της. Η Ευρώπη προφανώς χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, αυτές όμως δεν πρόκειται να τύχουν κοινωνικής αποδοχής αν προέρχονται από διαδικασίες που στερούνται δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Η Σύνοδος επί της ουσίας αποφάσισε σκληρούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από έμπρακτα μέτρα αλληλεγγύης, ένα αποτέλεσμα εντελώς μονομερές που απλά δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Το συμπέρασμα αυτό δεν αποτελεί απλά μια ιδεολογική θέση:
1. Καταρχήν, οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν στην οικονομική συρρίκνωση, ακυρώνοντας έτσι στην ουσία τα οφέλη της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
2. Για διέξοδο από την κρίση χρειαζόμαστε επενδύσεις και τόνωση της ζήτησης, όχι λιτότητα: Βασικό αίτιο της κρίσης είναι το ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν τώρα προβλήματα υιοθέτησαν ένα μοντέλο βασισμένο στο δανεισμό, ενώ η Γερμανία κέρδιζε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης που εφάρμοζε μέσω της συγκράτησης των αμοιβών. Τα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα στις χώρες που σήμερα πλήττονται αποτέλεσαν σημαντική παράμετρο αύξησης και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους. Το ευρώ επομένως δεν πρόκειται να σταθεί αν δεν υπάρξει μια τόνωση της ζήτησης στη Γερμανία και παρόμοιες χώρες και συντονισμένες επενδύσεις σε χώρες του Νότου.
3. Κυρίως, οι στόχοι μακροχρόνιας διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων στους προϋπολογισμούς που απαιτούνται από χώρες όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία, είναι εντελώς μη ρεαλιστικοί. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ακόμα και μετά το κούρεμα, ακόμα και με σχετικά εναρμονισμένα επιτόκια και υποθέτοντας μέσο όρο ανάπτυξης 2%, η Ελλάδα θα πρέπει για χρόνια να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 5,2%. Πρόκειται για κάτι που δεν έχει συμβεί στην οικονομική ιστορία. Στον ΟΟΣΑ ελάχιστες χώρες το έχουν καταφέρει για ελάχιστα συνεχόμενα χρόνια και αυτό την περίοδο του «ιντερνετικού μπουμ» γύρω στο 2000.
Για μια στρατηγική βιώσιμης εξόδου της Ευρώπης και της Ευρωζώνης από την κρίση, πιστεύουμε πως απαραίτητες είναι οι εξής προϋποθέσεις:
1. Συντονισμένη πολιτική επενδύσεων, ιδίως στις χώρες του Νότου και με έμφαση στην στροφή σε ένα πράσινο ενεργειακό μοντέλο. Πρόσθετο όφελος από ένα τέτοιο πρόγραμμα θα είναι και η ισχυροποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών λόγω απεξάρτησης από τα –κυρίως εισαγόμενα- ορυκτά καύσιμα και μείωση της εκροής πόρων για εισαγωγή ενέργειας.
2. Για την ολοκλήρωση της νομισματικής-δημοσιονομικής ένωσης ΕΕ δεν αρκεί η συνεργασία μόνο στον τομέα των δημόσιων δαπανών αλλά και στον τομέα των δημόσιων εσόδων. Πρέπει επομένως με ευρωπαϊκά συντονισμένο τρόπο να αντιμετωπιστεί η εκροή κεφαλαίων σε φορολογικούς παραδείσους και η φοροδιαφυγή τόσο από επιχειρήσεις όσο και από άτομα. Οι κρυμμένες περιουσίες πρέπει να αναλάβουν κυρίως το κόστος της εξισορρόπησης των προϋπολογισμών.
3. Λύση δεν θα βρεθεί όσο υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα επιτόκια δανεισμού μεταξύ χωρών της Ευρωζώνης. Πραγματική δημοσιονομική ένωση προϋποθέτει τη δυνατότητα πρόσβασης όλων των χωρών σε σχετικά φτηνό χρήμα προκειμένου να είναι σε θέση να κάνουν απαραίτητες επενδύσεις. Με τα ευρωομόλογα, χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και που έχουν μπει σε τροχιά εκσυγχρονισμού των οικονομιών και της διοίκησής της, θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε χαμηλότοκο μακροχρόνιο δανεισμό. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ισχυρή αγορά «ομολόγων έργου» για τη χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων. Τα παραπάνω θα πρέπει να καλύπτονται από κοινές εγγυήσεις των κρατών μελών.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ευρωπαϊκή στρατηγική με προεξοφλημένη την αποτυχία της. Στη στρατηγική αυτή η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά δεν τοποθετήθηκε. Είναι εντυπωσιακό το ότι οι έλληνες πολίτες δε γνωρίζουν ποια ακριβώς στάση κράτησε η ελληνική κυβέρνηση σε μια Σύνοδο τα αποτελέσματα της οποίας πιθανά θα καθορίσουν την προοπτική της χώρας για τα επόμενα έτη.
Μια κυβέρνηση αλλά και μια Βουλή όπως οι σημερινές, που δε διαθέτουν σχετική νομιμοποίηση από τους Έλληνες πολίτες, είναι αδιανόητο να επικυρώσουν μια τέτοια συμφωνία που ξεπερνά κατά πολύ τον ορίζοντά τους. Η χώρα χρειάζεται την προκήρυξη άμεσων εκλογών στην πορεία προς τις οποίες θα πρέπει να γίνει μια υπεύθυνη και ανοικτή συζήτηση με τους πολίτες όπου κάθε κόμμα θα πρέπει να καταθέσει τις συγκεκριμένες προτάσεις του για την προοπτική διεξόδου από την κρίση.
Σχόλια